Φρέσκα

Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ

της Ελένης Αποστολοπούλου

Σαν να έχει μπει ήδη το καλοκαίρι είναι ο καιρός. Και καθώς κάθομαι αγναντεύοντας από τη μια τον κάμπο και από την άλλη τη θάλασσα, μνήμες παλιές ξεπηδάνε στο μυαλό που τώρα, ζει πιο πολύ με αναμνήσεις…

Το Μπραχάμι τότε, δεκαετία του ’60, είχε αλάνες, είχε ακόμα και χωράφια με στάρι και μάντρες με πρόβατα, αλλά όπως και να το κάνουμε, δεν ήταν χωριό. Ήταν πόλη. Πολύ κοντά, μάλιστα, στο κέντρο της Αθήνας. Η λύση για “διακοπές” όπως τις εννοούσαμε τότε, ήταν το χωριό. Και ήταν ευτυχείς όσοι είχαν κάπου να πάνε…

Φόρτωνε λοιπόν ο πατέρας μου το βαλιτσάκι μου, με έβαζε στο λεωφορείο, καθόμουν δίπλα από τον οδηγό που ήταν φίλος του, αφού και ο πατέρας μου δούλευε στις συγκοινωνίες… και ξεκινούσα για το χωριό κρατώντας απαραίτητα στο χέρι τη χάρτινη σακουλίτσα για τους εμετούς μετά τον Αχλαδόκαμπο, όταν διασχίζαμε τον Κολοσούρτη. Όταν μετά από εφτά-οχτώ ώρες ταξίδι φτάναμε στο χωριό μου, το Ψάρι Τριφυλίας, πάντα περίμενε να με παραλάβει ο παππούς ή η θεία Ανθούλα. Αυτό γινόταν κάθε χρόνο, από όταν έκλεισα τα έξι, μέχρι τα δώδεκα, δεκατρία… Και θυμάμαι πολύ έντονα τις περιπέτειές μου με την Παναγιώτα. Τύφλα να ‘χει ο Τρελαντώνης, δηλαδή.

Όποτε ήταν απαραίτητο, η γιαγιά μου η Λιένα με έστελνε από το Κολιότσι στην αγορά, στο μπακάλικο του Κλεώπα (εδώδιμα – αποικιακά) για προμήθειες. Κάνα μπακαλιάρο, λίγο ρύζι… τέλος πάντων, ό,τι αγόραζαν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή. Συνήθως πήγαινα ποδαράτο, αλλά αν ήταν περισσότερα από δύο-τρία πράγματα, μου έλεγε να τα γράψω για να μην τα ξεχάσω και πήγαινα με τη γαϊδούρα. Είχαμε μια γαϊδούρα στραβή από το ένα μάτι και τη φωνάζαμε Παναγιώτα. Δεν ξέρω πώς έκατσε αυτό το όνομα.

Πήγαινα, λοιπόν, και όταν φτάναμε κοντά στο μονοπάτι που έβγαζε στα Παλιάμπελα, τοποθεσία στην οποία είχαμε ένα χωράφι με συκιές, η Παναγιώτα άρχιζε να επιταχύνει και αντί να πάει σαπάνου στην αγορά, έστριβε αριστερά, από τη μεριά που είχε το στραβό το μάτι, και πήγαινε κατ’ ευθείαν στο χωράφι για να φάει τα πεσμένα σύκα. Μόνο αφού χόρταινε, κίναγε πάλι για το δρόμο. Μα πώς ήξερε πού να στρίψει, αφού το δρομάκι ήταν από τη μεριά που δεν έβλεπε; Μυστήριο.

Το έβαλα πείσμα. Την επόμενη φορά, είπα, θα κατέβω και θα την τραβήξω απ’ την τριχιά να πάει ίσια στην αγορά, χωρίς να στρίψει για τα Παλιάμπελα. Έτσι κι έκανα… Όμως, η τριχιά μπλέχτηκε στα δάχτυλά μου, η Παναγιώτα δε με λογάριασε καθόλου και άρχισε να τρέχει. Με έσυρε κάτω ως τα Παλιάμπελα, έφαγε τα σύκα που ήθελε και μετά γύρισε, σαν καλό ζωντανό, να βγούμε πάλι στο δρόμο για την αγορά.

Όταν γύρισα στο σπίτι, ταλαιπωρημένη και καταματωμένη, έφαγα και ένα καλό μπερντάχι, γιατί λέρωσα το φουστάνι μου… Είχε λόγους η καημένη η Παναγιώτα να μου φέρεται έτσι… Όταν με έστελνε η γιαγιά μου στο πηγάδι να φορτώσω τη βίκα, τα λαϊνια και τους τενεκέδες με νερό, έπρεπε να περάσουμε από ένα στενό δρομάκι με φραγκοσυκιές από τη μία και την άλλη πλευρά. Η Παναγιώτα πήγαινε τρέχοντας και πέρναγε ξυστά από τη μία ή την άλλη άκρη κι εγώ γέμιζα φραγκάγκαθα. Πόνος, κλάμα… και άντε να τα βγάλεις μετά…

Γιατί τα έκανε όλα αυτά; Γιατί ήθελα να παίξω και τη βασάνιζα. Της τραβούσα τα αυτιά, την έτρεχα χωρίς λόγο και της τραβούσα την ουρά. Μετά, πήγαινα να τη χαϊδέψω, φοβόταν και δεν καθότανε κι εγώ την έδενα σφιχτά με την τριχιά, τόσο που να μην μπορεί να κουνηθεί και της χάιδευα τη μούρη. Ήταν ένα βασανιστήριο για το ζωντανό. Κάποια φορά, με δάγκωσε δυνατά στην κοιλιά και χρειάστηκα ράμματα. Ο έρωτάς μας όμως, δεν τελείωσε εκεί.

Συνέχισα να κάνω τις βόλτες μου πάνω στη γαϊδούρα… και μάλιστα καουμπόικες. Καβάλαγα “αντρικά” και έτρεχα στον κάμπο, ανάμεσα στις ελιές, χτυπώντας τη δυνατά με τα πόδια μου στην κοιλιά της. Και πάλι με εκδικήθηκε. Πέρασε κάτω από μια ελιά με χαμηλά κλαδιά, έτρεξε, έφυγε… κι εγώ έμεινα κρεμασμένη από τη μπλούζα μου σε ένα κλαδί, με καταματωμένη την πλάτη…

Όταν ερχόταν ο Σεπτέμβρης και έπρεπε να γυρίσω στην Αθήνα, με άφηνε να την κάνω ό,τι θέλω. Και να της τραβάω χαϊδευτικά τα μεγάλα αυτιά της και να χτενίζω τα τζιβόμαλλα στο σβέρκο της, ακόμα και βόλτα πηγαίναμε χωρίς να με ρίχνει κάτω. Είχε πια παραδοθεί, το ένιωθε ότι θα φύγω και θα γλιτώσει μέχρι τον επόμενο χρόνο, ή με είχε αγαπήσει κι αυτή με τον δικό της τρόπο; Περίεργα όντα τα γαϊδουράκια. Για τα γαϊδουράκια, λέω, όχι για τους γάιδαρους.

Σας ασπάζομαι γλυκά, Ελένη.