Ιστορίες για την ποίηση (79)
Mήτσος Παπανικολάου…«Ραντεβού»
Πρόσμενα, πρόσμενα να ’ρθείς, κι εσύ δεν ήρθες όμως…
Μα στην απελπισία μου, δε μού ’λειψε η ελπίδα,
περίμενα αναπάντεχα για να σε φέρει ο δρόμος
κι όλους τους είδα νά ’ρχονται και μόνο εσέ δεν είδα.
Κι έμεινα τέλος μόνος μου μες στ’ άδειο καφενείο,
έμεινα, όπως δεν έμεινε ποτέ κανένας, μόνος,
κρατώντας το κεφάλι μου στα χέρια σαν κρανίο
που το σφραγίζει της ζωής και του θανάτου ο πόνος.
Τα μάτια μου είχαν κουραστεί στην προσμονή την τόση
και τά ’κλεισα και σ’ είδα πια στα βλέφαρά μου πίσω
είχες ερθεί στο ραντεβού που δε μου είχες δώσει
για να με κάνεις πιο πολύ μ’ αυτό να σ’ αγαπήσω.
Και την καρδιά μου σ’ άνοιξα, πόρτα που απάνω ως κάτου
τα μαύρα τη στολίζανε τα κρέπια του θανάτου!
Ο Παπανικολάου μαζί με το Ναπολέοντα Λαπαθιώτη έχουν καταγραφεί στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως οι «παρακμίες», [decadents] και «καταραμένοι», [maudits], ποιητές του Μεσοπολέμου. Εκτός από την ομοφυλοφιλία, κοινό στοιχείο που τους συνέδεε ήταν, επίσης, η χρήση χασίς και ηρωίνης, ενώ στην παρέα τους συμμετείχε και ο Γιώργος Περαστικός, που κι αυτός μοιράζονταν μαζί τους το πάθος της εξαρτήσεως από ναρκωτικές ουσίες. Σύμφωνα με τον Τάσο Κόρφη, η φιλία του με το Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, που διαταράχθηκε και αποστασιοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια πριν το θάνατό τους, άρχισε τα τελευταία χρόνια της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα και ως ντοκουμέντο της φιλίας τους θεωρεί μια καρτ-ποστάλ ενός νεαρού Άραβα που το 1921 του έστειλε ο Παπανικολάου, ενώ οι δυο τους είχαν νυκτόβιο και έντονο ζωής, αρχικά με τον ομοφυλόφιλο έρωτα και στη συνέχεια με τα ναρκωτικά.
Το 1928 αφιέρωσε ένα ποίημα του στο Λαπαθιώτη, το οποίο έγραψε σε μία από τις πρώτες σελίδες ενός βιβλίου που του χάρισε ένα σονέτο, στα γαλλικά. [4] Ο Παπανικολάου διαφοροποιήθηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, γράφοντας ποιήματα σε ελεύθερο στίχο και επαινετικές κριτικές για συλλογές ποιημάτων μοντέρνας τεχνοτροπίας, γεγoνότα που εξόργισαν τον Λαπαθιώτη. Στη συνέχεια η κριτική που έγραψε ο Παπανικολάου για τη μοναδική συλλογή ποιημάτων, που εκδόθηκε από τον Λαπαθιώτη το 1939, εξέφραζε αμφιβολίες για την αξία του ποιητικού του έργου.
