Φρέσκα

O καφενές του… κυρ-Ανέστη

της Έφης Καραμιχάλη

     Η γραμμή του τρένου περνάει μέσα απ’ όλη την πόλη. Κόβει στα δύο τη γειτονιά μου και σταματάει μπροστά στο λιμάνι. Όταν είμασταν παιδιά και βλέπαμε το τρένο να έρχεται τρέχαμε πίσω του μέχρι που έφτανε στο σταθμό. Απέναντι απ’ το σταθμό και παράλληλα με τη θάλασσα είχε μια εμπορική γειτονιά , ένα κτίσμα με δύο πατώματα με ρ‘’’ύ καθημερινή κίνηση. Στη γωνία ήταν το τελωνείο, δίπλα το ξενοδοχείο “Αλκυών”, παραδίπλα δύο αποθήκες βαμμένες με το χρώμα της ώχρας ενός ξυλέμπορα, μετά το μπακάλικο του κυρ-Νίκου του Αιγυπτιώτη, πάντα στην πόρτα με την σέσουλα στο χέρι και την άσπρη ποδιά, δίπλα ένα μαγαζί με αποικιακά είδη, μετά το ψαράδικο του κυρ-Βαγγέλη και τελείωνε το τετράγωνο με το καφενείο-ουζερί του κυρ-Ανέστη.

       Ο κυρ-Ανέστης ήταν ένας γεροδεμένος νησιώτης, εκεί γύρω στα εξήντα με ένα μουστάκι που έφτανε μέχρι το κάτω χείλος του, εκεί που αρχίζει το πηγούνι. Ανοιχτόκαρδος άνθρωπος, πρόσχαρος, και σίγουρα στο ένα ούζο που σέρβιρε το άλλο το έπινε στην υγειά του, γιατί πολύ συχνά πριν φύγει ακόμη η μέρα άρχιζε να παραπατάει. Μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού του είχε φυτέψει μια ελιά που την περιποιόταν και την πρόσεχε σαν τα μάτια του. Την είχε φέρει απ’ το νησί του και του θύμιζε τη γλυκιά μακρινή πατρίδα. Αυτήν την πατρίδα που έψαχνε με τα μάτια του μέσα στο απέραντο γαλάζιο που απλωνόταν μπροστά του, κάθε σούρουπο, εκείνη την δύσκολη ώρα της νοσταλγίας και της μελαγχολίας.

  Το καφενείο πάντα γεμάτο με τους επιβάτες των πλοίων και των τρένων που έφταναν η έφευγαν, με τους εργάτες που περίμεναν για κανένα μεροκάματο, αλλά και μαγαζάτορες της πόλης που περίμεναν τα εμπορεύματά τους από το πλοίο. Οι μόνιμοι θαμώνες όμως ήταν οι χαμάληδες του λιμανιού που πήγαιναν ή έρχονταν από τις βάρδιες τους, άλλοτε μαυρισμένοι απ’ το κάρβουνο και άλλοτε σκονισμένοι απ’ το στάρι που ξεφόρτωναν, και που προσπαθούσαν μέσα από ένα καφέ ή ένα καραφάκι ούζο, ν’ αφήσουν την κούραση τους στις ψάθινες καρέκλες και τα σιδερένια τραπεζάκια του κυρ-Ανέστη.

       Πάνω απ’ το καφενείο είχε το κονάκι του και ότι είχε φέρει απ’ το νησί του και ζούσε με την κυρά του από τότε που το πλοίο της γραμμής τον έβγαλε στη “θάλασσα με τα σίδερα”. Είχε ένα γιό που έφυγε για την Αμερική αλλά “τακτοποιήθηκε καλά”, όπως έλεγε. Είχε τη φωτογραφία του πάνω απ’ τον πάγκο του, εκεί ανάμεσα στα μπακιρένια μπρίκια και τα φλιτζανάκια του καφέ, και κάθε φορά που του έστελνε κάποιο γράμμα το έδειχνε όλη μέρα με καμάρι στους φίλους του.

       Δίπλα στο καφενείο του υπήρχε ένα κτίσμα με δύο πατώματα, με πολλά μικρά παράθυρα με κάγκελα και μια μεγάλη σιδερένια πόρτα. Ήταν πολυ παλιό, οι τοίχοι είχαν μαυρίσει απ’ την υγρασία της θάλασσας και τα σίδερα που κουβαλούσε πάνω του είχαν σκουριάσει. Στους πονεμένους καιρούς του εμφυλίου ήταν φυλακές. Αρχές του ’69 άρχισαν να το καθαρίζουν, να το βάφουν και όταν τελείωσαν τα μαστορέματα βάλανε και ένα φαντάρο – σκοπό έξω απ’ την πόρτα.

       Ένα πρωινό, στο τέλος της ίδια χρονιάς, μια μέρα γεμάτη μαυρίλα και καταχνιά και μ’ ένα νοτιά που βογκούσε έξω απ’ τις πόρτες των μαγαζιών, φάνηκε ένα πλοίο στη θάλασσα, έτσι μεσοπέλαγα, ξαφνικά, σαν να βγήκε από μέσα της και ήρθε και άραξε στο λιμάνι για να ξεφορτώσει την ‘”πραμάτεια” του. Ένα πλοίο με ανθρώπινες ψυχές, ψαράδες και αγρότες απ’ τα κοντινά νησιά, αλλά όλοι “επικίνδυνοι” για την “διασάλευση της έννομης τάξης” και αριστεροί κατά το κατηγορητήριο εκείνων των δίσεκτων χρόνων.

     Έτρεξαν όλοι απ’ τα μαγαζιά να τους δουν και οι πιο τολμηροί να τους δώσουν και κανένα τσιγάρο. Έτρεξε και ο κυρ-Ανέστης. Και εκεί μέσα στις ταλαιπωρημένες υπάρξεις, δυο μάτια γεμάτα παράπονο, γνωστά, αδελφικά, σταμάτησαν στα δικά του. Ναι, ήταν ο Αρίστος, ο μοναδικός αδελφός που είχε αφήσει στο νησί. Η ψυχή του πόνεσε και το κορμί του λύγισε. Τον πήρε από πίσω μήπως και μπορέσει να του μιλήσει. Έψαξε στις τσέπες της άσπρης ποδιάς του μήπως και βρει κάτι να του δώσει. Μα δεν είχε τίποτα. Ήταν τόσο απρόσμενο αυτό το αντάμωμα. Όταν τον είδε να χάνεται πίσω απ’ τη μεγάλη σιδερένια πόρτα, και να κλείνει με εκείνον τον διαπεραστικό ήχο της σκουριάς και του χρόνου, χωρίς να μπορέσει να τον αγγίξει, έφυγε σαν τρελός και κλείστηκε στη κάμαρα του. Δεν άνοιξε το καφενείο για μέρες. Τον είχε δίπλα του, ένας τοίχος τους χώριζε. Άδικα έτρεχε κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα και τους παρακάλαγε. Μαράζωνε. Αυτό το βάσανο δεν ήταν ίδιο, ούτε με το χωρισμό του γιού, ούτε με εκείνο το μπουρίνι που είχε σηκώσει κάποτε όλο το βιός του και το πήρε μαζί του. Αυτό ήταν άλλη πληγή, πιο βαθιά, πιο ματωμένη.

     Πάνω στις τριάντα μέρες έμαθε ότι την επόμενη θα τους “φόρτωναν” στα τρένα. Όλη τη νύχτα έμεινε κάτω απ’ την ελιά του να θυμάται, να κλαίει, να μιλάει μόνος του, περιμένοντας να ξημερώσει. Το πρωί όταν τον είδε στο κατώφλι της πόρτας δεν τον σταματούσε τίποτα. Δυο αδελφικές αγκαλιές άνοιξαν, δυο ψυχές έγιναν ένα και τα μάτια γέμισαν θάλασσα. Τον πήγε μέχρι το τρένο και έμεινε εκεί μέχρι που το είδε να χάνεται στον ορίζοντα. Μετά δυο χρόνια έμαθε ότι ήταν απ’ τους πρώτους που άφησαν ελεύθερους απ’ τη Γιάρο. Ο πέτρινος όμως όγκος που έστεκε θεόρατος δίπλα του για χρόνια δεν τον άφησε να ξεχάσει εκείνες τις μέρες που τον σημάδεψαν. Και κάθε φορά που η σκιά της φυλακής έπεφτε πάνω απ’ το καφενείο του κάτι έσφιγγε τα σωθικά του και θόλωνε τη μάτια του.

     Ο χώρος των φυλακών έγινε αργότερα αποθήκη. Αλλά απ’ τη στιγμή που παιδί άκουγα αυτή την ιστορία όποτε περνούσα από κει νόμιζα ότι άκουγα ήχους, ανθρώπους να με φωνάζουν, χέρια που με καλούσαν απ’ τα παράθυρα και μάτια πίσω απ’ τα κάγκελα που αρμένιζαν το πέλαγος.

     Ποτέ δε θα μάθω σε όλα αυτά που εξιστορούσαν οι παλαιότεροι και καταγράφηκαν στο παιδικό μου μυαλό πού σταματούσε η πραγματικότητα και πού άρχιζε η μυθοπλασία. Τώρα όμως ξέρω ότι η ομορφιά της αφήγησης είναι στο πάντρεμα και των δύο!