Λουκουμάαααααδες…
της Βιτάλια Ζίμμερ
Ο μπαμπάς εργαζόταν σκληρά και το πρωί απουσίαζε. Μπάνια με το πούλμαν. Λίγο πριν τελειώσουν τα σχολεία, έβλεπες αφίσες κολλημένες στις κολώνες της ΔΕΗ “ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΜΠΑΝΙΑ”. Έπρεπε να κλείσουμε θέση με τον ταξιδιωτικό πρακτορείο. Το δρομολόγιο ήταν στις 7 το πρωί και μετά άλλο ένα στις 9:30.
Η διαδικασία ήταν η ίδια κάθε μέρα. Μία μεγάλη ψάθινη τσάντα με τα παρακάτω:
– 3 πετσέτες
– 2 ψάθες
– το σωσίβιο διπλωμένο
– το δοχείο με τα φρούτα και ένα μικρό πιρούνι
– το θερμός για κρύο νερό
– καθαρά ρούχα
– αντιηλιακό με άρωμα καρύδας
– χρήματα σε ένα πορτοφολάκι
– ένας μικρός πλαστικός κουβάς
– ένα πλαστικό φτυαράκι και άλλα “σύνεργα” μέσα στο κουβαδάκι
Η ψάθινη μπεζ-λευκή τσάντα με την περίεργη πλέξη ήταν τόσο τετραγωνισμένη, που θύμιζε στρατιωτικό σάκο. Επάνω ήταν η πετσέτα που κάλυπτε τα πάντα από τα αδιάκριτα μάτια των συνεπιβατών. Κάθε μέρα περιμέναμε στο ίδιο ακριβώς σημείο. Μαζί με εμάς και άλλοι από τις γύρω γειτονιές. Ήρθε το πούλμαν. Ακούγεται ο ήχος του αέρα που ανοίγει με το πάτημα ενός κουμπιού. Ανεβαίνουμε δύο στενά σκαλοπάτια για να φτάσουμε στο επίπεδο του οδηγού. Η μαμά κρατάει την τσάντα μπροστά της για να χωρέσει. “Καλημέρα σας κυρία Αντριάνα! Καλημέρα μικρή μου κυρία!”. Ήταν ο ιδιοκτήτης του πρακτορείου. Εβραίος ξύπνιος γεννημένος για δημόσιες σχέσεις. Το πούλμαν μύριζε όμορφα. Ο ιδιοκτήτης του και οδηγός του ήταν ο κος Περικλής. Μονίμως περίεργος μην του λερώσουμε το “αυτοκίνητο” όπως το έλεγε. Δεν το έλεγε πούλμαν ή λεωφορείο. Αυτοκίνητο το έλεγε. Στη μέση του μπροστινού τζαμιού είχε κρεμάσει μία γούνινη ουρά, ψεύτικη ευτυχώς, αλεπούς. Ήθελα να την αγγίξω αλλά φοβόμουν μην με μαλώσει ο κύριος Περικλής.
Καθόμαστε στις θέσεις μας και ξεκινάμε. Κοιτάζω συνεχώς έξω. Στα πρώτα δρομολόγια χάνομαι, μετά όμως καταλαβαίνω και ξέρω πότε θα φτάσουμε. Στη διαδρομή οι μαμάδες συζητάνε για τα πάντα. Μαζί τους έχουν τα παιδιά τους. Δεν υπάρχουν μπαμπάδες. Εργάζονται όλοι. Μόλις το πούλμαν πήρε και τους τελευταίους επιβάτες, ο Εβραίος θα κάνει τη βόλτα στο διάδρομο για να πληρωθεί. Η μαμά ανοίγει το πορτοφολάκι και του δίνει τα χρήματα. Μετά πάει στον επόμενο.
Φτάσαμε στη θάλασσα. Θέλω να τρέξω να βουτήξω στο νερό και μετά να παίξω στην παραλία. Όμως δεν είναι τόσο απλό. Βρίσκουμε το σημείο. Πρώτα θα βγουν οι ψάθες. Θα τις απλώσουμε και θα βάλουμε πέτρες για να μην της πάρει ο αέρας. Μετά θα βγάλω τα ρούχα μου. Φοράω ήδη το μαγιό μου. Το φουστανάκι και το μπλουζάκι θα βγουν με ευλάβεια και θα διπλωθούν. Ακολουθεί το αντιηλιακό με άρωμα καρύδας. Όλη η παραλία μυρίζει καρύδα. Είναι αυτό που μόλις φυσήξει λίγο ο άνεμος και έρθει η άμμος επάνω σου, κολλάει σαν επίχρισμα. Το τελετουργικό ολοκληρώνεται με το σωσίβιο. Η μαμά θα το φουσκώσει. “Μαμά… έλα πιο γρήγορα…”
Φοράω το σωσίβιο και μπαίνω κατευθείαν. Η θάλασσα είναι κρύα αλλά ποτέ δεν είχα θέμα. Η μαμά φωνάζει να περιμένω. Πρέπει να βγάλει τα ρούχα της κι εκείνη, να τα διπλώσει και να βάλει το αντιηλιακό με το άρωμα καρύδας. Επιτέλους! Η Αντρέα, η μαμά μου, είναι η πιο όμορφη μαμά στην παραλία. Τα σχόλια από τις γειτόνισσες είναι μόνο σχόλια θαυμασμού. Είναι ψηλή ξανθιά με κοντά μαλλιά και αδύνατη. Την κοιτάζω ακίνητη. Έτσι θέλω να γίνω κι εγώ όταν μεγαλώσω.
Θα παίξουμε στη θάλασσα. Αν υπάρχει και κάποιο παιδάκι με μπάλα είναι ακόμα καλύτερα. Με το ένα χέρι κρατάω το σωσίβιο και με το άλλο πετάω τη μπάλα. Κάθε φορά λέω ότι θα την στείλω μακριά αλλά πάντα κάνω λάθος. Ήρθε η ώρα να πάω στην άμμο να παίξω. Ξανά αντιηλιακό με άρωμα καρύδας. Ήρθε η ώρα όμως να φάω το φρούτο μου. Η μαμά ανοίγει το δοχείο, κόβει το βερίκοκο στα δύο, βγάζει το κουκούτσι και μου το δίνει. Καμιά φορά μου πέφτει στην άμμο και μετά δεν τρώγεται. Είναι ωραίο το βερίκοκο αλλά είμαι γεμάτη αντιηλιακό με άρωμα καρύδας. Το άρωμα καρύδας μετά τα διαρκή αγγίγματα της τροφής, περνάει και στη γεύση. Πριν προλάβω να ολοκληρώσω την κατάποση, η μαμά βγάζει το θερμός. Γυρνάει το κόκκινο καπάκι που είναι και ποτήρι. Μετά ξεβιδώνει το δεύτερο πώμα. Θα ρίξει νερό στο ποτήρι. Θα πιω λίγο. Μετά άλλο λίγο. Έχει και αυτό άρωμα καρύδας.
Ήρθε η ώρα να γίνω πολιτικός μηχανικός. Γεμίζω το κουβαδάκι νερό και το χερούλι φεύγει. Η μαμά θα το φτιάξει μία ακόμα φορά. Αρχίζω την κατασκευή. Ένα τείχος από άμμο και μέσα μία τεράστια τρύπα. Σκάβω πότε με τα “εργαλεία” μου, πότε με τα χέρια. Τα χέρια είναι πιο αποτελεσματικά συνήθως. Σκάβω, σκάβω και ξαναβρίσκω νερό. Τις περισσότερες φορές μυρίζει άσχημα όμως. Αλλά πάντα το κάνω. Κι όσο σκάβω, το κύμα καταστρέφει το τείχος. Ξανά από την αρχή. Ξαφνικά η παραλία αλλάζει διάθεση.
Λουκουμάαααααδες. Εδώ οι ζεστοί αφράτοι λουκουμάδες! Ένας κύριος κρατάει ένα τεράστιο ξύλινο ταψί που είναι σκεπασμένο με ένα καθαρό λευκό πανί. Με μία ζώνη το στηρίζει στον αυχένα του. Στο δεξί του χέρι κρατάει ένα πτυσσόμενο τραπεζάκι. Με μία επιδέξια κίνηση το ανοίγει και ακουμπάει το ξύλινο ταψί. Βγάζει το λευκό πανί και αποκαλύπτονται οι λαχταριστοί τεράστιοι δακτύλιοι από αφράτη ζύμη γεμάτοι ζάχαρη!
“Μαμά!!!! θέλω λουκουμά” Όλα τα παιδιά σαν χορωδία λένε την ίδια φράση. Ο έμπειρος πλανόδιος ξέρει που να σταθεί. Σήμερα είναι η μέρα που θα πάρουμε λουκουμά. Αγοράζουμε λουκουμά, μέρα παρά μέρα. Η μαμά ανοίγει το πορτοφολάκι. Θα βγάλει τα τελευταία κέρματα και θα τα δώσει στον πλανόδιο. Ο κύριος θα τα μετρήσει με το μάτι, επάνω στην ανοικτή παλάμη του. Μετά θα τα ρίξει σε μία λευκή ποδιά με θήκες. Παίρνει μία σκληρή χαρτοπετσέτα, αρπάζει το λουκουμά χωρίς να τον πιέσει πολύ και μου τον δίνει. “Ορίστε ξανθέ μου άγγελε!”. Ο κύριος αυτός είναι καλός. Αν καταλάβει ότι δεν έχουμε χρήματα, μας δίνει έναν.
Μόλις τελειώσει, θα σκεπάσει τους λουκουμάδες με το λευκό πανί, θα σκύψει, θα περάσει τη ζώνη στον αυχένα του και θα σηκώσει το ξύλινο ταψί. Με μία κίνηση θα μαζέψει το τραπεζάκι. Όσο και να προσπαθεί, δεν μπορεί να κρύψει την κόπωση. Τον πόνο της ζώνης και του πρωινού ξυπνήματος. Αυτός ο άνθρωπος εργάζεται τίμια, είναι δίπλα στη θάλασσα και δεν μπορεί να την απολαύσει. Σου φέρνει το λουκουμά αφράτο και ζεστό, σχεδόν στο στόμα σου. Ο κόπος του αξίζει περισσότερο… Συνεχίζει όμως και μετά από 10 βήματα ακούς ξανά:
Λουκουμάαααααδες. Εδώ οι ζεστοί αφράτοι λουκουμάδες!
Σημείωση συγγραφέως: Έχω χρόνια να φάω λουκουμά στην παραλία, λόγω της υπερβολικής εμμονής κατά της ζάχαρης και της καλής σιλουέτας. Όμως εξακολουθώ να αγοράζω λουκουμάδες σεβόμενη την επιθυμία των παιδιών και τον κόπο του ηλιοκαμένου πλανόδιου.

Θυμάμαι σε μια παραλία της Καβάλας, για χρόνια έναν Κρητικό λουκουματζή να φωνάζει την μαντινάδα
«Εγώ πάνε έλα πάνε έλα
και συ κάτω από την ομπρέλα».
Υπέροχο κείμενο όπως πάντα.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!