Φρέσκα

Η λύτρωση

του Λευτέρη Τσίλογλου

 

Ιστορίες των άσημων ανθρώπων

Μεθυστικές ευωδιές πλημμύριζαν όλο το χώρο. Γύρω κατάφορτοι ανθισμένοι λόφοι, στην κορύφωση της άνοιξης. Τα κελαηδίσματα των πουλιών λες κι έδιναν μια άτυπη γλυκιά μουσική συμφωνία. Η ομορφιά σαν ένα αόρατο πέπλο σκέπαζε την περιοχή και θα έλεγες πως εδώ κατοικοεδρεύουν μόνο ευτυχισμένοι άνθρωποι, γεμάτοι με ευωχία και πλήρωση. Κι όμως σ’ αυτόν τον παραδεισένιο τόπο εκεί κάτω, από τη σκιά ενός γεροπλάτανου, δίπλα στο μικρό ρυάκι όπου ποτίζονται τα πουλιά και τα ζώα του δάσους, ένας άνθρωπος «ψυχορραγούσε» κάτω   από την συντροφιά της άπονης και ψυχοβγάλτισσας μοναξιάς. 

Από τότε που θυμάται συμβάντα και σκηνές της προσωπικής του διαδρομής, ο Στέφανος, η μοναξιά ήταν μόνιμη κι αχώριστη σκιά στη ζωή του. Από μια στιγμή και μετά τη συνήθισε τόσο που εδώ και λίγο καιρό πια παραιτήθηκε και από την προσπάθεια να απαλλαγεί της παρουσίας της. Μια ζωή προσπαθούσε να βρει την αδελφή ψυχή, να πιαστούνε χέρι-χέρι και να βαδίσουν μαζί τις χαρές και τα προβλήματα της ζωής, πλην ματαίως.

Το μόνο που συνάντησε σε αυτήν την αναζήτηση ήταν ένας υγρός, αδιαπέραστος και μουγγός τοίχος. 
«Ας πάνε στο διάολο όλοι» σκέφτηκε. «Αυτή δεν είναι ζωή. Τάφου σιγή είναι και τίποτε άλλο»
Έτσι αν φύγει σε κανέναν δε θα λείψει. Μόνο όλοι αυτοί του έλειψαν. Θα κάτσει εδώ ξαπλωμένος και κάποια στιγμή ελπίζει η ζωή να βαρεθεί μαζί του και να τον εγκαταλείψει. Ήδη βρίσκεται σε τόπο χλοερό.

Προσπάθησε φιλότιμα ν’ αδειάσει το μυαλό του από κάθε σκέψη. Έκλεισε νοερά όλες τις διόδους που οι κακούργες εισβάλλουν μέσα του, ελπίζοντας ότι αυτό θα επισπεύσει τη λύση. Πλην ματαίως. Μέσα από σχεδόν αόρατες σχισμές, σαν ενοχλητικές σφήγκες τρύπωναν οι σκέψεις- κακό χρόνο να έχουν- και τον αναστατώνουν. Προσπάθησε με επιμονή να τις διώξει μα αυτές λαίμαργες κλωθογύριζαν μέσα του, φέρνοντας εικόνες και λόγια, κυρίως τραγικά. Ήρθε ολοζώντανη στο μυαλό του το μόνο γλυκό πρόσωπο της ζωής του. Ήταν η κακοζωισμένη κακομοίρα μάνα του, που παρά τα χίλια δυο δικά της προβλήματα, πάντα χωρίς διακοπή προσπαθούσε να του δώσει μια ελπίδα 

«Θα έρθουν, γιε μου, και καλύτερες μέρες. Μην απελπίζεσαι καλέ μου» 
Του έλεγε αδιάκοπα για να τον παρηγορήσει. Μα κι επόμενες μέρες που ακολουθούσαν ήταν μια απ’ τα ίδια κάνοντας την κατάσταση πιο πνιγηρή. Μέχρι που η αρρώστια την κατέβαλε. Πριν αφήσει την ύστατη πνοή της, η τελευταία έγνοια της ήταν γι’ αυτόν
«Μην απελπίζεσαι μωρό μου. Έχει ο θεός» 

Ο θεός μπορεί να έχει μα μερτικό γι αυτόν δεν είχε προβλέψει. Όσο κι αν περίμενε, όσο κι αν προσπάθησε στα όρια των δυνατοτήτων του, οι καλές μέρες ποτέ δεν πέρασαν από το δικό του δρόμο. Έτσι έρημος, με την κατάστασή του να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, συνέχισε τη ζωή του. Από ένα σημείο και μετά το πήρε απόφαση και δεν περίμενε τίποτε. Η μόνη του φιλοδοξία που του απόμεινε ήταν να φύγει αθόρυβα χωρίς άλλους βασανισμούς.

Εκεί ακίνητος ανάμενε τη λύτρωση. Μετά από ώρες τον κύκλωσαν οι ελλείψεις και οι επιθυμίες. Διψούσε! Το στεγνό στόμα και τα ξεραμένα χείλη ζητούσαν λίγη δροσιά. Το νερό που κυλούσε στο διπλανό ρυάκι άφηνε τον ήχο στο πέρασμά του. Μια πρόκληση ζωντανή. Κι όμως αυτός μ’ ένα πείσμα πρωτόφαντο αμυνόταν και ακίνητος περίμενε το χάρο σαν τη μόνη λύτρωση που του απόμεινε. Όταν πια η δίψα σκέπασε τα πάντα, δεν άντεξε παραπέρα κι από μέσα του είπε θα σηκωθώ. Όταν προσπάθησε όμως να κινήσει τα άκρα του είδε ότι κανένα δεν τον υπακούει. Τα κουράγια τον είχαν εγκαταλείψει. Βασανιστικά κι αγκομαχώντας εγκατέλειψε τη μίζερη ζωή του. 

Το κουφάρι του έμεινε σ’ εκείνη τη θέση. Σε κανέναν δεν έλειψε. Μόνο ζώα του δάσους τον πλησίασαν να τον μυρίσουν, μα δεν έδειξαν όρεξη για τίποτε παραπάνω. Μόνο τα σκουλήκια, οι μύγες και οι σφήγκες λίγο-λίγο τον μίκρυναν, μέχρι που τον εξαφάνισαν παντελώς.

Photo: Unknown / Wikimedia Commons / Public Domain