Φρέσκα

Ηλιοβασιλέματα, Φιέστες και…«Χωροφύλακες»

του Χρίστου Σαπρίκη

 

Είναι σαν τα πετραδάκια που ρίχνεις στις αρυτίδιαστες λίμνες. Ρίχνεις ένα και το νερό δημιουργεί ομόκεντρους κύκλους που απομακρύνονται συνεχώς μέχρι να εξαφανιστούν. Ρίχνεις ένα άλλο καινούριοι κύκλοι μπλέκονται με τους πρώτους. Ξανά, ξανά, ξανά. Πετραδάκια είναι και οι εικόνες, οι φωνές του κόσμου γύρω μας που δημιουργούν ομόκεντρους κύκλους στο μυαλό μας ανακατεύοντας ξεθωριασμένες θυμήσεις με το σήμερα δημιουργώντας περίεργες συνδέσεις.

Εκεί που κάθεσαι αγναντεύοντας τη θάλασσα και παρακολουθείς μηχανικά στον εικονικό κόσμο τα μεγαλεία από την επίσκεψη του Πρωθυπουργού, δεκάδες χιλιόμετρα μακριά, στο ταπεινό μας Μπραχάμι [1] [2], ακούς τις κοκορομαχίες στην τηλεόραση για την αποκατάσταση της δημοκρατίας και τη νέα μεταπολίτευση, χωρίς να το καταλάβεις ταξιδεύεις δεκάδες χρόνια πίσω, μπλέκεις περίεργα το χθες με το σήμερα.

Φλεβάρης του ’73. Χωμένος στο μπακάλικο έπαιζα ως συνήθως ανάμεσα στα στραγάλια, τις καραμέλες, τα σαλάμια αέρος και τους μπακαλιάρους όταν μπήκε πάλι ο χωροφύλακας.

Εκείνα τα χρόνια μας επισκεπτόταν οι χωροφύλακες πολύ συχνά. Πότε για να ελέγξουν αν είχε καρτελάκι με τιμή το σακί με τα πίτουρα, πότε για να δουν αν ο πατέρας φορούσε καθαρή άσπρη φόρμα – είχαμε για τον σκοπό αυτό μια μόνιμα πλυμένη κάτω από τον πάγκο – πότε για να πάρουν λεφτά για κάποιον έρανο, πότε απλά για να εξακριβώσουν αν νουθετήθηκαν και είναι φρόνιμοι οι προβληματικοί αριστεροί. Και τις περισσότερες φορές  αφήναν και μια μήνυση γιατί όλο και κάτι έβρισκαν.

– Βασίλη, αύριο περνάει ο Αντιβασιλέας ο κύριος Παπαδόπουλος απ’ τα μέρη μας. [3] Να είσαι στη γέφυρα Καλογήρου.

Πάντα τον έλεγε Βασίλη. Όποιος χωροφύλακας ερχόταν. Μικρός μεγάλος. Ποτέ με το επίθετό του. Ποτέ στον πληθυντικό. Ήταν αυτή η γλυκανάλατη οικειότητα που σου δίνει η εξουσία. Να βλέπεις τους άλλους «μικρούς». Οπότε και όταν χρειαζόταν οι σφαλιάρες έπεφταν και πιο εύκολα.

Το βράδυ τους άκουσα να μαλώνουν. «Τι το θέλεις το παιδί; Πήγαινε μόνος σου να τελειώνει κι αυτό». Δεν ξέρω γιατί με πήρε. Φτάσαμε στη γέφυρα και ανεβήκαμε στην πλαγιά δίπλα απ’ το «Χυμοφιξ» μαζί με άλλους γνωστούς και αγνώστους.

Ψιλόβρεχε.

Το αυτοκίνητο του Παπαδόπουλου σταμάτησε κάτω από μια αψίδα που είχαν στήσει, «Η Άρτα σας εύχεται καλώς ήρθατε», οι κάμερες στήθηκαν για τα επίκαιρα, οι χωροφύλακες βαρέσανε προσοχή, οι μπροστινές σειρές, δίπλα στο δρόμο, χειροκροτούσαν φωνάζοντας «ζήτω ο Παπαδόπουλος», οι της πλαγιάς παρακολουθούσαν ακίνητοι, κομμάτια κι αυτοί ενός σκηνικού που στήθηκε για την περίσταση. [3]

-Αυτό ήταν, είπε, και γυρίσαμε στο χωριό.

XSAP2016072556_002

Τα χρόνια πέρασαν, σε πολλές πολιτικές φιέστες συμμετείχα από τότε, κάποια στιγμή το έκοψα, αλλά πάντα σκέφτομαι ξανά και ξανά τη σκηνή με τον χωροφύλακα στο μπακάλικο και διαστροφικά αναζητώ ποιος να ήταν κάθε φορά ο δικός μου «χωροφύλακας» που με οδηγούσε να παίρνω μέρος.

Όχι στα γλέντια και στις γνήσιες λαϊκές εκδηλώσεις αλλά σε αυτές τις σικέ συγκεντρώσεις όπου γίνεσαι κομμάτι ενός ετερόκλητου πλήθους, γλάστρα και αναγκαστικός χειροκροτητής σε χαζοχαρούμενες επαναλαμβανόμενες ατάκες βαριεστημένων ομιλητών, δημοσιοσχεσίτης στην καλύτερη των περιπτώσεων. Και πάντα ψάχνω να βρω, να καταλάβω, άλλη διαστροφή και αυτή, τους «χωροφύλακες» των φίλων μου που ακόμα εξακολουθούν να παίρνουν μέρος.

Οι ομόκεντροι κύκλοι έσβησαν, το μάτι έφυγε απ’ τις φωτογραφίες του εικονικού κόσμου με τα πλατιά χαμόγελα και τις χειραψίες, τις φωνές της τηλεόρασης και σκάλωσε στο ηλιοβασίλεμα στον Πατραϊκό. Ένα νέο πετραδάκι στο μυαλό άρχισε να φτιάχνει τους δικούς του κύκλους με ηλιοβασιλέματα, παραλίες, αντίσκηνα κάτω απ’ τις ελιές.

Σαπρίκης Χρίστος


[1] http://goo.gl/JTRvEq
[2] http://goo.gl/i1hUOw
[3] http://goo.gl/lXiv0T