Φρέσκα

Καλοκαιρινές νουάρ ιστορίες…

του Γρηγόρη Αζαριάδη

Μεσάνυχτα 10 Μάρτη 2017.

Το σκηνικό θυμίζει ταινία του Νικολαίδη. «Piquet». Ημίφως, τζαζ μουσικές και παράξενοι τύποι, που έχουν ξεκόψει εδώ και χρόνια τις σχέσεις με το φυσιολογικό. Η αστυνόμος Τρύπη βγαίνει από το Audi A3 και μπαίνει στο μπαράκι, που ξενυχτάει στο Ανεξάρτητο Κρατίδιο του Βόρειου Χολαργού. Πίσω από τη μπάρα, μια αδύνατη, μελαχρινή τριαντάρα την υποδέχεται μ’ ένα κάλπικο χαμόγελο.
«Ψάχνω τον Μαύρο …»
«Εγώ τι μπορώ να κάνω γι’ αυτό ;» η φωνή της στάζει πρόκληση.
«Παίζει να σε λένε Ιωάννα ;»
Η μελαχρινή είναι όμορφη μ’ ένα ονειρικό τρόπο, σχεδόν απόκοσμο, σε σημείο, που σε κάνει να νιώθεις αμήχανα.
«Παίζει να είσαι μπάτσος ;»
Η πόρτα ανοίγει κι ένας ψηλός, σκληρός, σχεδόν αμείλικτος τύπος, με καλογυμνασμένο κορμί και δυο παγωμένες, γκριζοπράσινες λίμνες στα μάτια, πλησιάζει στη μπάρα. Η Τρύπη ανιχνεύει στο βλέμμα του την ατσάλινη αλαζονεία του Τιτανικού, καθώς βαδίζει αγέρωχος προς το μοιραίο παγόβουνο, μπροστά στην πλώρη του.
Δείχνει τόσο απόμακρος και ταυτόχρονα απίστευτα ελκυστικός … Από τους άντρες που ποτέ δεν θα σκεφτόσουνα να κάνεις μια σταθερή σχέση, αλλά δύσκολα θα μπορούσες να αντισταθείς στον πειρασμό να περάσεις δυο, τρεις νύχτες μαζί, πέρα από κάθε όριο …

«Ιδού κι ο Μαύρος,» ανακοινώνει η Ιωάννα.
«Τι θα πιούμε ;» ρωτάει ο Μαύρος.
«Δεν θα με χάλαγε ένα Langavulin».
Το βλέμμα του Μαύρου ταξιδεύει πάνω στην Τρύπη. Δεν είναι ωραία με την κλασική έννοια του όρου, αλλά οι περισσότεροι άντρες, πιθανόν κι οι γυναίκες, θα την ήθελαν αφόρητα. Ίσως φταίει αυτή το άρωμα της υπερβολικής έντασης κι αυτοκυριαρχίας, που εκπέμπει το σκοτεινό, ψυχρό βλέμμα της.
Απόμακρη, ελαφρώς τρομακτική και πανέμορφη, μια γυναίκα αδάμαστη, που φοβάσαι να μείνεις για πολύ κοντά της, αλλά ταυτόχρονα σε ελκύει σαν πανίσχυρος μαγνήτης, να μπεις μέσα της και να χαθείς, λωτοφάγος του έρωτα της … Να ξεχάσεις ποιος είσαι, από που έρχεσαι και που πηγαίνεις.

«Νάταλι, πιάσε δυο Langavulin,» πετάει ο Μαύρος στην Ιωάννα.
Η Ιωάννα Νάταλι δείχνει να έχει πέσει θύμα της Κακιάς Θεάς της Ζήλειας. Η γκριμάτσα στο πρόσωπο ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα σε απόλυτη ειρωνεία και δολοφονικό μίσος.
«Θέλει και Langavulin η κυρία …» μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια.
Η Τρύπη απορεί για μια στιγμή, αλλά πιάνει την παρομοίωση στον αέρα.
«Νάταλι ; Σωστά. Ίδια η Πόρτμαν η Ιωάννα …» μονολογεί.

Ανάβουν σχεδόν ταυτόχρονα τσιγάρο.
«Ξέρουμε ότι οι φόνοι είναι έργο της Οργάνωσης, αλλά δεν μπορούμε να προχωρήσουμε».
«Χρειάζεσαι αποδεικτικά στοιχεία …»
«Πρέπει να συνδέσουμε τους φόνους με την Οργάνωση».
Ο Μαύρος κατεβάζει μια μικρή γουλιά.
«Σου παρέδωσα σε συσκευασία δώρου τον εκτελεστή τους, τον Όντιν. Θα τον κάνεις να μιλήσει κι έτσι θα βάλουμε στο χέρι το Αφεντικό …»
«Εμείς ;» απορεί η Τρύπη.
«Είμαστε μαζί. Εσύ, σαν εκπρόσωπος του νόμου, θέλεις να τον συλλάβεις και να διαλύσεις την Οργάνωση. Εγώ έχω την δολοφονία του Λοκρού και της κόρης του. Τον ήξερα χρόνια κι αυτόν και την Κασσάνδρα».
Η Τρύπη φυσάει ψηλά τον καπνό του τσιγάρου. Τα απόλυτα συμμετρικά δαχτυλίδια, που υψώνονται πάνω από την μπάρα, κερδίζουν τον αυθόρμητο θαυμασμό του Μαύρου.
«Επειδή προβλέπω ότι η κουβέντα θα πάρει όλη τη νύχτα, μήπως την κάνουμε για το σπίτι μου και συνεχίζουμε ;»
Αντί για απάντηση, η αστυνόμος πηδάει από το σκαμπό. Ο Μαύρος ρίχνει ένα πενηντόευρω στην μπάρα και φεύγει πίσω της. Τα μάτια της Ιωάννας Νάταλι, καρφώνουν μικρά, θανατηφόρα στιλέτα στην σπονδυλική του στήλη.

Μεσάνυχτα 14 Μάρτη 2017.

Στο θλιβερό άντρο της παρακμής, κατά κόσμο μπαράκι «Dead rock», παρελαύνουν οι Απέθαντες Μπάντες του Ροκ από το Υπερπέραν. Doors, Pink Floyd και λοιποί τεθλιμένοι ήρωες … Στην μισοσκοτεινή αίθουσα, ο Βεργίνης κι η Τρύπη μιλάνε με τον μυστηριώδη παλιό αστυνόμο Μαύρο Βαρώνο, που χάθηκε από την υπηρεσία, κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες.
«Έχουμε φτάσει σε απόσταση αναπνοής από το Αφεντικό …»
«Τα συγχαρητήρια μου, Βεργίνη,» σαρκάζει ο Βαρώνος «Δέκατη φορά, που το ακούω, τα τελευταία τρία χρόνια».
Πιάνει το Talisker. Ρίχνει δυο δάχτυλα στα ποτήρια.
«Βαρέθηκα να διαβάζω για μπάτσους, που πίνουν Langavulin,» εξηγεί «Και το’ ριξα στo Talisker».
«Έχουμε όλα τα στοιχεία τώρα, Βαρώνε,» η Τρύπη ακούγεται σίγουρη «Το μόνο που μένει είναι να βρούμε που κρύβεται».
«Γι’αυτό είπαμε να φέρεις τον πληροφοριοδότη σου εδώ,» παρεμβαίνει ο Βεργίνης.
Ο Βαρώνος ρίχνει μια ματιά στο ρολόι.
«Ο Αλτσχάιμερ αριβάρει οσονούπω,» δηλώνει επίσημα.
Ο Βεργίνης παλεύει να συγκρατήσει ένα κύμα νευρικού γέλιου.
«Εκτός από το δικό σου Αλτσχάιμερ, έχεις και δεύτερο ;»
Ο Βαρώνος τον αγνοεί. Στρέφεται στην αστυνόμο.
«Μόλις ξεφουρνίσει μια πληροφορία, το επόμενο λεπτό την ξεχνάει. Εξ ου και το Αλτσχάιμερ».

Μια ώρα αργότερα, ο Αλτσχάιμερ μιλάει για το Αφεντικό της Οργάνωσης, μέσα από ένα σχεδόν ακατάληπτο παραλήρημα. Τα περισσότερα είναι γνωστά στην Τρύπη και τον Βεργίνη. Αλλά, ο ιδιόρρυθμος πληροφοριοδότης κρατάει για το τέλος το κερασάκι της τούρτας των πληροφοριών. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του, το Αφεντικό δολοφόνησε τον Βασιλιά, τον πατέρα του και εμβληματικό αρχηγό της Οργάνωσης, επειδή κακοποιούσε συστηματικά την γυναίκα του. Και το Αφεντικό είχε τρομερή αδυναμία στη μάνα του.
«Ενδιαφέρον,» σχολιάζει η Τρύπη «Εμάς πως μας βοηθάει αυτή η ιστορία ;»
Ο Αλτσχάιμερ της κλείνει το μάτι.
«Κάθε χρόνο, στις 21 του Μάρτη, πηγαίνει στον τάφο της. Μόνος. Εκεί, θα τον πετύχετε και …»
Υψώνει τον δείκτη και τον αντίχειρα σαν πιστόλι.
«Μπαμ και τέρμα».
«Και που είναι ο τάφος ;»
Βγάζει το κινητό. Ψάχνει για λίγα δευτερόλεπτα. Ζητάει από την Τρύπη τον αριθμό της. Στέλνει μήνυμα.
«Τι έκανες ;» ρωτάει ο Βαρώνος.
Ο Αλτσχάιμερ κοιτάζει με απορία.
«Το ξέχασα …»

18 Μάρτη 2017.

Ο Μαύρος σιγοπίνει μια μπύρα στον καναπέ. Δίπλα του, η Ιωάννα Νάταλι ρουφάει ένα παγωμένο Red Bull.
«Η φιλενάδα σου η μπατσίνα ξέρει ότι έμπλεξες στην Οργάνωση για να βρεις τους δολοφόνους της οικογένειας σου;»
«Όχι. Κι ούτε πρόκειται να το μάθει».
Η Νάταλι στρίβει ένα τσιγάρο.
«Και τι θα κάνεις όταν τους βρεις ;»
Η φωνή του Μαύρου παγώνει.
«Αυτό που πρέπει …»
«Ο παππούς σου σε μεγάλωσε. Θυμάσαι αυτά που σου έλεγε ;» τον κοιτάζει τρυφερά.
Το βλέμμα του σκοτεινιάζει.
«Έλεγε ότι αυτοί, οι δολοφόνοι, είναι το Κακό. Το Σκοτάδι,» επιμένει η Νάταλι «Κι εσύ, είσαι το Καλό, το Φως …»
Παίρνει τα χέρια του στα δικά της.
«Μην γίνεις ίδιος μ’αυτούς,» τα μάτια της βουρκώνουν «Μην αφήσεις το Σκοτάδι να μπει μέσα σου. Εσύ είσαι το Καλό, το Φως …»
Ο Μαύρος μοιάζει να έχει σαλπάρει για κάποιο παράλληλο Σύμπαν, εκεί που στους δρόμους σέρνονται ξεχασμένα φαντάσματα και το σκοτάδι απλώνεται παντού.
«Φοβάμαι ότι είναι αργά πια,» σκύβει το κεφάλι.
«Γιατί ; Γιατί ;» η φωνή της σπαράζει.
«Γιατί μέχρι να φτάσω στο τέρμα, το Σκοτάδι θα έχει διεισδύσει μέσα από τις ρωγμές χωρίς να το καταλάβω και θα έχει κατακλύσει όλο μου το μυαλό …»
Την τραβάει στην αγκαλιά του. Εκείνη κρύβει το κεφάλι στο στήθος του. Ο Μαύρος της χαιδεύει τα μαλλιά. Η απατηλή λάμψη της τελευταίας ελπίδας μοιάζει να δύει στο βάθος του ορίζοντα.

Νύχτα 20 Μάρτη 2017.

Το μήνυμα του Μαύρου είναι λακωνικό.
«Εαρινή ισημερία. 21 Μάρτη».
Η απάντηση της Τρύπη στο ίδιο ύφος.
«Τι γιορτάζουμε ;»
«Τη μνημόσυνο της μάνας του Αφεντικού».
«Που βρισκόμαστε ;»
«Αύριο βράδυ στις 11. Έξω από το «Piquet». Μην κουβαλήσεις το ιππικό. Μόνο οι δυο μας».
Μικρός δισταγμός.
«Μόνο οι δυο μας …»
Με την λήξη ανταλλαγής μηνυμάτων, το κινητό δονείται. Ο Βεργίνης.
«Είμαστε έτοιμοι για αύριο ;»
«Όλα υπό έλεγχο …»
Ο Βεργίνης μυρίζει στην ατμόσφαιρα το άρωμα της αμφιβολίας και των ένοχων μυστικών.
«Αστυνόμε, μην κάνεις καμιά μαγκιά, μόνη σου …»
Η Τρύπη βιάζεται να τον καθησυχάσει.
«Παιδιά είμαστε ;»

5. Μεσάνυχτα 21 Μάρτη 2017.

Δυο μαυροντυμένοι αγγελιοφόροι του Χάρου, ρολάρουν με την μαύρη Honda Varadero, στον κακοφωτισμένο, στενό δρόμο. Αφήνουν πίσω ένα τεράστιο, μισογκρεμισμένο εργοστάσιο, ίδιο κιβούρι απολιθωμένου δεινόσαυρου, ένα χαμηλό, ξύλινο παράπηγμα, σαν παρατημένο σταθμό ανεφοδιασμού για καουμπόυδες, σε αμερικάνικη έρημο κι ένα ερειπωμένο καταυλισμό Ρομά, που δείχνει να ψυχορραγεί.
Ένα χιλιόμετρο παρακάτω, ένα μικρό νεκροταφείο, ξεχασμένο από Θεό κι ανθρώπους, σαλπάρει για το Υπερπέραν, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Μόνο ένα μικρό καντήλι τρεμοσβήνει σ’ένα ανατριχιαστικό τάφο. Πάνω του, ένας μεσήλικας άντρας μαρμαρωμένος, μ’ένα τσιγάρο στο χέρι.
Η Τρύπη τραβάει το χέρι του Μαύρου.
«Τον θέλουμε ζωντανό. Πρέπει να μιλήσει …»
Ο Μαύρος κουνάει το κεφάλι.
«Ακούς τι σου λέω ; Τον θέλουμε ζωντανό».
Προχωρούν σκυφτοί, ακροποδητί, με τα πιστόλια στο χέρι. Φτάνουν λίγα μέτρα πίσω του.
«Ψηλά τα χέρια,» φωνάζει η Τρύπη.
Ο μεσήλικας κάνει να γυρίσει.
«Γύρνα πίσω, αργά … Να βλέπω τα χέρια σου».

Δυο μέρες νωρίτερα.

Η συνεδρίαση της Υπερκυβέρνησης του Εγκλήματος, που ελέγχει όλες τις παράνομες δραστηριότητες της χώρας, είναι μικρής διάρκειας. Ο Γάμα, ως γραμματέας, υπογράφει το πρακτικό. Το περνάει στον επικεφαλής Άλφα. Εκείνος ανακοινώνει την απόφαση της αποκαθήλωσης του Αφεντικού. Οι τελευταίες ενέργειες είναι εκτός των ορίων των εντολών του. Επί πλέον, φοβούνται ότι σε περίπτωση σύλληψης μπορεί να αποκαλύψει τα ονόματα, τον τρόπο λειτουργίας και τα ένοχα μυστικά της Υπερκυβέρνησης.
Ως διάδοχος ορίζεται ο Μαύρος, ο οποίος αναλαμβάνει να φέρει σε αίσιο τέλος την επιχείρηση αντικατάστασης του Αφεντικού, με όποιο τρόπο κρίνει κατάλληλο.

Σέρνει αργά τα βήματα έξω από την τεράστια αίθουσα. Το κεφάλι χαμηλωμένο, οι ώμοι κυρτοί. Σκέφτεται όλη αυτή την πορεία, εδώ και είκοσι χρόνια. Πως μπήκε στην Οργάνωση με μοναδικό σκοπό να εκδικηθεί την δολοφονία της οικογένειας του. Την αμείλικτη εσωτερική πάλη να κρατηθεί μακριά από τα αποτρόπαια εγκλήματα της Οργάνωσης. Την αντίσταση με νύχια και με δόντια, τον αγώνα να κρατήσει τον εαυτό του στην επιφάνεια, στο Φως. Όμως, ξεκινώντας βαθιά από το υποσυνείδητο, ο ιός προχώρησε ύπουλα μέσα του, κυρίευσε τον εγκέφαλο και τον βύθισε στο Σκοτάδι. Και τελικά, μεταλλάχτηκε ο ίδιος στο νέο Αφεντικό της Οργάνωσης. «Τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει, παππού,» σκέφτεται. «Τίποτε».

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, 21 Μάρτη.

Η Τρύπη σκουντάει στον Μαύρο.
«Είπαμε ζωντανό …»
Είναι αργά. Ο μεσήλικας γυρίζει. Φέρνει το χέρι στην μέση, σα να θέλει να τραβήξει όπλο. Σε χρόνο μηδέν, ο Μαύρος πυροβολεί. Μια, δυο …έξη φορές. Ο μεσήλικας καταρρέει αιμόφυρτος. Η Τρύπη πλησιάζει. Σκύβει πάνω του. Βάζει τα δάχτυλα στον λαιμό. Εντελώς νεκρός.
«Σου είπα ότι τον θέλουμε ζωντανό,» ακούγεται βαθιά ζοχαδιασμένη.
«Πήγε να τραβήξει όπλο …»
Η Τρύπη ξεσπάει, κλωτσώντας νευρικά το χώμα.
«Δεν έχει όπλο πάνω του, γαμώ το !»
Ο Μαύρος δείχνει αμετανόητος.
«Στο φινάλε, καθαρίσαμε το Αφεντικό. Κι η Οργάνωση τέρμα. Διαλύθηκε …» ακούγεται αμετανόητος, ψυχρός «Στη ΓΑΔΑ θα κάνουν πάρτυ κι εσύ θα πάρεις προαγωγή».
Η Τρύπη μένει να τον κοιτάζει με βλέμμα σκοτεινό και δυσερμήνευτο και χείλη σφραγισμένα. Το τέλος της ιστορίας είναι διαφορετικό από αυτό που είχε στο μυαλό της. Πολύ διαφορετικό. Αλλά, ο άλλος δεν πρόκειται να το καταλάβει όσο κι αν προσπαθήσει να του το εξηγήσει.
Ο Μαύρος απομακρύνεται αργά. Το βλέμμα του παγωμένο, αμείλικτο. Το τέλος της ιστορίας είναι αυτό, που είχε σχεδιάσει. Και δεν χρειάζεται να εξηγήσει τίποτε στην αστυνόμο. Βγάζει το κινητό.
«Έλα Άλφα, όλα πήγαν όπως τα σχεδιάσαμε…»
Κλείνει το κινητό. «Άλλη μια μέρα στη δουλειά …»

photo by DA Photography

Ο Γρηγόρης Αζαριάδης καλός φίλος των imaginistes γεννήθηκε στην Αθήνα τον Φλεβάρη του 1951. Το πρώτο του μυθιστόρημα Παλιοί λογαριασμοί εκδόθηκε το 2012. Ακολούθησαν Η τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου και Το μοτίβο του δολοφόνου, που κυκλοφόρησαν το 2013 και το 2015 αντίστοιχα. Το 2018 εκδόθηκε ο Σκοτεινός λαβύρινθος και το 2020 η «Παραπλάνηση», από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ . Κριτικές του για αστυνομικά μυθιστορήματα και θεωρητικά άρθρα του για την αστυνομική λογοτεχνία δημοσιεύονται σε εφημερίδες (ΤΑ ΝΕΑ και ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ) και διάφορα sites.
Λατρεύει τη γαλλική σχολή και ιδιαίτερα το polar και το κλασικό noir. Αγαπημένοι του συγγραφείς ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, ο Ζαν Πατρίκ Μανσέτ και το ζεύγος των Σουηδών Σγιεβάλ-Βαλέε και οι ποιοτικοί Σκανδιναβοί επίγονοί τους.

Ο Γρηγόρης Αζαριάδης στο στούντιο του imaginistes radio.