Πόρκα Μιζέρια
της Βιτάλια Ζίμμερ.
Ήταν ένα Morris, Εγγλέζικο όπως έλεγε ο πατέρας μου. Μα αυτό, έμοιαζε με τις μεγάλες επιτυχίες της Ανατολικής Γερμανίας, που αντί για κλειδί σου έδιναν σιδερολοστό για να ανοίγεις τις πόρτες και ένα σφυρί για να τις κλείνεις.
Αργότερα, έμαθα ότι τα «Εγγλέζικα» αυτοκίνητα αντιμετωπίζουν προβλήματα μόνο με τα ηλεκτρικά, τον κινητήρα, την απώλεια λιπαντικών, τις αναρτήσεις, τα φρένα και το τιμόνι. Τα υπόλοιπα λειτουργούσαν κανονικά. Ο πατέρας μου είχε πάντα ένα χωνί και λάδια στον αποθηκευτικό χώρο. Πιο συχνά τάιζε το αυτοκίνητο με λάδια, παρά εμένα με γάλα.
Κάποια στιγμή προσθέσαμε ένα κασετόφωνο. Για να γίνει αυτή η εργασία πήγαινες σε σιδηρουργό. Ένα τεράστιο τρυπάνι άνοιγε τρύπες στο ταμπλό για να μπει το κασετόφωνο. Ήταν αυτό με τις τεράστιες κασέτες που αν τις πέταγες σε άνθρωπο, πήγαινες φυλακή για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Η κασέτα εξείχε τόσο πολύ από το ταμπλό, που ανάγκαζε τη μαμά μου να την βγάζει πριν μπει ή βγει στο αυτοκίνητο. Αν ήθελες να ταξιδέψεις μακριά, χρειαζόσουν τόσες πολλές κασέτες, που στο τέλος δεν χωρούσαν οι αποσκευές. Ποιες αποσκευές; Μία βαλίτσα χωρούσε πίσω. Τα υπόλοιπα τα βάζαμε σε μικρότερες τσάντες παίζοντας ένα πρώιμο tetris τριών διαστάσεων, πριν ακόμα κατασκευαστεί αυτό το διάσημο παιχνίδι. Οι υπόλοιπες αποσκευές προορίζονταν για το πίσω κάθισμα. Το ραδιόφωνο, που επίσης προστέθηκε αργότερα, πάλι σε σιδηρουργό, ήταν αυτό με τα κουμπιά με τις μηχανικές μνήμες. Δεν πέτυχε η προσθήκη του ραδιοφώνου, διότι αντί για μουσική, ακούγαμε τον κινητήρα. Ήταν ένα ηχητικό στροφόμετρο. Αργότερα, οι ήχοι αυτοί, χρησιμοποιήθηκαν για βασανιστήρια κρατουμένων, τα οποία κατήγγειλε η Διεθνής Αμνηστία.
Εκείνη την εποχή, όλα τα παιδιά καμάρωναν και εξυμνούσαν το αυτοκίνητο της οικογένειας. Ότι διέθετε ο καθένας, ήταν το καλύτερο αυτοκίνητο. Εγώ απέφευγα, όχι γιατί δεν γνώριζα, αλλά επειδή γνώριζα. Τι να εξυμνήσω; Τις στάσεις σε καντίνες και περίπτερα για να αγοράσουμε νερό για τον κινητήρα; Ο μπαμπάς περίμενε υπομονετικά στην ουρά. «Τι θα πάρετε;» «Έξι μεγάλα μπουκάλια νερό». Αν δεν είχε μεγάλα μπουκάλια, αγοράζαμε 10-15 μικρά, λες και ήταν χοντρέμπορος. Μετά περιμέναμε να κρυώσει ο κινητήρας για να προσθέσουμε λάδια. Πήγαινε ο δύσμοιρος ο πατέρας μου να πάρει το χωνί και το δοχείο λαδιού, αλλά αυτό ήταν στο βάθος του χώρου αποσκευών. Έξω όλες οι αποσκευές… Στο τέλος το μάθαμε. Τελευταίο έμπαινε το χωνί και τα λάδια.
Το τιμόνι ήταν σε σχεδόν οριζόντια θέση, όπως στα φορτηγά. Ήταν τεράστιο επειδή δεν υπήρχε η υπόνοια της υποβοήθησης, ενώ την ίδια στιγμή κάποια άλλα το διέθεταν. Όταν έβρεχε στην Πίνδο, το αυτοκίνητο που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη δεν εκκινούσε. Υγρασία… Ξανά άνοιγμα το καπό, κλειδιά, κατσαβίδια, για να καθαρίσει ένα εξάρτημα ο μπαμπάς. Μαύρα τα χέρια μετά. Γι αυτό είχε πάντα στο αυτοκίνητο, εκτός από το χωνί και τα λάδια, ένα δοχείο που άνοιγε μόνο με κατσαβίδι, και είχε μέσα του μία κίτρινη αλοιφή που καθάριζε τη μουτζούρα. Μαζί κι αυτό το μαλλιαρό πράγμα που το έλεγαν στουπί. Αυτό το αυτοκίνητο για να κινηθεί, χρειάζονταν ένα σωρό άλλα πράγματα και για να λειτουργήσει, χρειάζονταν μηχανοδηγός.
Μια φορά, είμασταν πολλά παιδιά έξω από ένα καφενείο στη Θεσσαλονίκη. Ξαφνικά ήρθε ένα παιδί γεμάτο ικανοποίηση και μου είπε: «άκουσα κάποιον να λέει ότι το Morris είναι το χειρότερο αυτοκίνητο». Το χαιρέκακο ύφος του κατέρρευσε όταν του είπα πως το είπε ο πατέρας μου. Έφυγε…
Θυμάμαι σε ένα ταξίδι, λίγο αφότου είχαμε ξεκινήσει, ακούσαμε ένα μεταλλικό θόρυβο. Κάτι έπεσε από το αυτοκίνητο. Ο μπαμπάς κι η μαμά κοιτάχτηκαν. Νομίζω ότι είχαν την απορία εάν είμασταν νεκροί εκείνη τη στιγμή και βρισκόμασταν στη φάση της μετάβασης.
Όταν έβρεχε, έμπαινε νερό στην καμπίνα. Τα ξεφτισμένα καθίσματα απορροφούσαν το νερό. Αυτό το καταλάβαινες όταν καθόσουν και ένιωθες την υγρασία στα ρούχα σου. Η οσμή του εγκλωβισμένου νερού στην καμπίνα γινόταν ολοένα και πιο αισθητή. Το καλοκαίρι ειδικά, μετά από καταιγίδα, το αυτοκίνητο θα μπορούσε να εξετασθεί από βιολόγο και το National Geographic. Το χειμώνα, η ανύπαρκτη θέρμανση σε συνδυασμό με τα χνώτα μας και την θερμοκρασία μας, δημιουργούσαν υδρατμούς και θάμπωναν τα τζάμια. Γι αυτό είχαμε πάντα μέσα στην καμπίνα ένα δερμάτινο κίτρινο πράγμα να καθαρίζουμε τα τζάμια. Μετά, η μαμά άνοιγε το παράθυρο και το έστυβε ενώ ήμασταν εν κινήσει.
Δεν μπορώ να πω ότι αυτό το αυτοκίνητο μας πήγε παντού. Εμείς το πηγαίναμε… Το θυμήθηκα επειδή είδα ένα πρόσφατα, πλήρως ανασκευασμένο. Ήταν σαν καινούριο. Μπήκα στον πειρασμό να ρωτήσω την τιμή. Αντί της τιμής, εισέπραξα την ερώτηση: «τι το θέλετε;».
«να το πετάξω στη θάλασσα»
