Ιστορίες για την ποίηση…
Μανόλης Ἀναγνωστάκης — Fair Play
(ὁ ποιητὴς ὑπογράφει ὡς: Μανοῦσος Φάσσης)
Τῷ φίλω Μ. Ἄν.
Πόσες χιλάδες ὧρες πέρασαν μὲ συνεδρίαση,
σ᾿ αχτίδες, κόβες καὶ κομματικοὺς πυρῆνες,
στὸ τέλος πάθαμε χρονία νικοτινίαση
κι ὁ πονοκέφαλος οὔτε περνοῦσε μ᾿ ασπιρίνες.
Μάθαμε ἀπ᾿ ὄξω -βασικὰ- ὅλα τὰ προβλήματα
καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς πάλης
καὶ γίναμε τὰ δακτυλοδειχτούμενα τὰ βλήματα
κρατώντας τὸν Μὰρξ – Ἔγκελς ὑπὸ μάλης.
Μέρα τὴ μέρα θά ῾ρχονταν ἡ Ἐπανάσταση
καὶ περιμένοντας πέρασαν τὰ χρόνια
κι ὅμως σ᾿ τὸ λέγαν οἱ γονεῖς σου «ἄσ᾿ τα σὺ
πάντα θὰ βρίσκονται στὸν κόσμο ἄλλα κωθώνια».
Πάντοτε ὁ καπιταλισμὸς βρίσκει περάσματα
καὶ ξεπερνᾶ τὶς δύσκολες τὶς κρίσεις.
Κι ἕνα πρωί: «Ἀπαγορεύονται τὰ ἄσματα
καὶ κοπιάστε στὸ τμῆμα γιὰ ἀνακρίσεις».
Τώρα νὰ σπάσεις δὲν μπορεῖς πιά, σὲ χρωμάτισαν
καὶ σ᾿ ἔχουν σὰν τὸν ποντικὸ μέσα στὴ φάκα
καὶ δὲν ξεφεύγεις ἀπὸ τοῦ χαφιὲ τὸ μάτι σὰν
συναναστρέφεσαι τὸν καθ᾿ ἕνα μαλάκα.
……………………………………………………………………………….
Δὲν ἄκουσες ποτὲ τὴ μάνα σου τὴν ἅγια
σ᾿ ἐνοχλοῦσε καὶ σένα τὸ κατεστημένο,
δὲν εἶδες γύρω σου χιλιάδες τὰ ναυάγια
δὲν τὸ χαμπάρισες πὼς τὸ παιχνίδι ἦταν στημένο.
[…]
Μανόλης και Μανούσος είναι, βέβαια, όπως γρήγορα έγινε φανερό, το ίδιο πρόσωπο και τα ποιήματα του Μανούσου προέρχονται ως επί το πλείστον από τα εφηβικά ή νεανικά χρόνια του ίδιου του Αναγνωστάκη. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια περίπτωση «πλαστής ετεροπροσωπίας», όπως την ονόμασε η Άντεια Φραντζή, ή, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, με μια ειδική περίπτωση ετερωνυμίας, με την έννοια ότι ο Μανούσος αποτελεί μια φαντασιακή προβολή, ένα προσωπείο με «σάρκα και οστά», με τη δική του βιογραφία, το οποίο καλύπτει ή αναδεικνύει μια πτυχή της ποιητικής δημιουργίας και της προσωπικότητας του Αναγνωστάκη που αποκλίνει, φαινομενικά τουλάχιστον, από την καθιερωμένη εικόνα του, όπως αυτή έχει εμπεδωθεί από την κριτική: πρόκειται για ποιήματα έμμετρα, άλλα νεορομαντικής κοπής και άλλα σατιρικής διάθεσης και φανταιζί αισθητικής, που ενσωματώνουν είτε ένα είδος παρωχημένου λυρισμού (η πρώτη κατηγορία), είτε ένα ανατρεπτικό, αιρετικό, συχνά «χοντροκομμένο» χιούμορ, που δεν μοιάζει να συνάδει με τη στοχαστική σοβαρότητα της «κανονικής» ποίησης του Αναγνωστάκη. […]
