Φρέσκα

Ιστορίες: Να μην ξεχάσω…

Γλυκό του κουταλιού: Συκαλάκι!

❀❀❀

γράφει η Ερατώ Ροδοπούλου

 

Όπως έχω πει ξανά, ο πατέρας μου, για δικούς του αδιευκρίνιστους λόγους, αποφάσισε να ρίξει μαύρη πέτρα στην Αθήνα όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα ως τα έξι μου, και να μας οδηγήσει –τη μητέρα μου κι εμένα- στην Κατερίνη, όπου δεν είχαμε κανέναν συγγενή και ήμασταν άγνωστοι μεταξύ αγνώστων.

Για καλή μου τύχη, μείναμε για αρκετά χρόνια σε ένα σπίτι επάνω-κάτω με μια «κανονική» οικογένεια, δηλαδή στο κάτω σπίτι ζούσαν ο παππούς και η γιαγιά μαζί με το παντρεμένο ζευγάρι που είχε δυο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Η σώνυφη ήταν συνηθισμένο γεγονός, ενίσχυε την παράδοση.

Αυτές οι οικογένειες, παρά τις μεταξύ τους κατά διαστήματα αντιξοότητες, είναι η χαρά της ζωής. Ακριβώς αυτό το είδος της οικογένειας είχαμε αφήσει κι εμείς στην Αθήνα. Απέκτησα λοιπόν παππού και γιαγιά και βέβαια αδερφή, που σαν μοναχοπαίδι δεν είχα ποτέ. Διότι ένα παιδάκι έξι χρονών δεν κολλάει σε λεπτομέρειες όταν πρόκειται για τις ανάγκες του.

Λάτρευα τους παππούδες, γιατί μαμά και μπαμπά είχα και με το παραπάνω. Ο μπάρμπα-Γιάννης, ελαφρό το χώμα που τον σκεπάζει, ήταν έναν άντρακλας δίμετρος, μουστακαλής και κιμπάρης, όχι απλά large, αλλά XXL! H γιαγιά Παρθένα του πήγαινε γάντι. Ψηλή γυναίκα, βασταγερή, λάτρευε τα παιδιά και τα εγγόνια της και βέβαια, σαν αρχαιότερη γυναίκα του νοικοκυριού, ήθελε «να κρατάει τα κλειδιά του σπιτιού» πράγμα που εκνεύριζε τη νύφη της, αλλά μια και ήταν νύφη-σώνυφη δεν μπόραγε και να μιλήσει.

Κάθε τέλος Μαΐου, λοιπόν, η γιαγιά έφτιαχνε συκαλάκι γλυκό. Το γλυκό αυτό, όπως και τα περισσότερα γλυκά του κουταλιού, έχει τον μπελά του και τα μυστικά του. Τα προκαταρκτικά δεν τα ξέρω, δεν ήμουν παρούσα ούτε και με ενδιέφερε το θέμα. Εμένα με αφορούσαν οι δυο τεράστιες σιδερένιες λεκάνες όπου η γιαγιά έβαζε το γλυκό να «σταθεί» μέχρι να το βάλει σε βάζα, μια διαδικασία που έπαιρνε δυο τρεις ημέρες το πολύ.

Έβαζε τις λεκάνες σε ένα τραπέζι που υπήρχε στο πίσω μπαλκόνι, στο ίδιο μπαλκόνι που είχε πρόσβαση και το δωμάτιο της αδερφο-φιλενάδας. Έπρεπε λοιπόν να δράσω ταχύτατα, αν ήθελα να φάω αυτό το υπέροχο γλυκό. Η φίλη μου κατανοούσε, κι επειδή με αγαπούσε, κρατούσε τσίλιες την ώρα που τσίμπαγα το συκαλάκι μου, γιατί η γιαγιά είχε τον νου της! Ευτυχώς που δεν τα μετρούσε, γιατί ήταν κέρβερος με τα γλυκά της.

Λες και το καταλάβαινε πως ήμουν εκτός σπιτιού –μάλλον γιατί μπούκωνα και δεν μιλούσα- και με ταχύ βήμα, παρά την ηλικία της, σαν το βέλος έφτανε στο μπαλκόνι να ελέγξει την κατάσταση. Ευτυχώς, η φίλη μου ήξερε τη δράση της και όταν πλησίαζε, για να με ειδοποιήσει, είτε έβηχε, είτε μιλούσε δυνατότερα και μαζευόμουν αμέσως. Από τη μια άνοιγε η γιαγιά την πόρτα του διαδρόμου κι από την άλλη εγώ έκλεινα τη μπαλκονόπορτα για να μην αφήσω ίχνη.

Θυμάμαι αυτές τις στιγμές με νοσταλγία και συγκίνηση. Είναι χαραγμένες μέσα μου και όπως περνούν τα χρόνια, περισσότερες έρχονται μπροστά μου. Οι παλιές αγάπες δεν ξεχνιούνται ποτέ. Και βέβαια, δεν μιλώ για τα συκαλάκια!