Kill Bill (2)
Της Βιτάλια Ζίμμερ.
Σε βλέπω κάθε μέρα, να λες τα ίδια και ίδια,
λες και το κεφάλι σου είναι άδειο.
Γιατί να τιμωρείς τον εαυτό σου, νομίζοντας
πως είσαι ιεραπόστολος μιας κουρελούς ιδέας;
Ο άνθρωπος προχώρησε, δεν πήγε μόνο στο φεγγάρι
μα είδε και μέσα στης ψυχής την άβυσσο
και φάρμακο έφτιασε για σένα μόνο,
αποδεκτός να γίνεις, μαλάκας να μην είσαι.
Επιτέθηκες σε αγνώστους υψώνοντας κόκκινη σημαία,
που αν τη ζούσες στη ζωή σου, θα ‘κλαιγες σαν μωρό
που με αγωνία τη θηλή της μάνας ψάχνει,
που όταν τη βρει την έχει μόνιμα στο στόμα μέχρι να πεθάνει.
Της δημοσιάς το χρήμα πήρες, μα έργο δεν παρήγαγες ποτέ,
μόνο συνθήματα και κόπιες έδειχνες στο κόσμο
κι εκείνος γύρισε την πλάτη, σε ένα τρελό χωριού,
ενός χωριού που έχει κάμποσα τα σπίτια.
Του Εβραίου το δράμα πούλησες
για να μας πεις πως είσαι δίκαιος
αλλά κατά βάθος λυπήθηκες
που ο Αδόλφος απέτυχε μία φυλή και άλλη μία
εντελώς να αφανίσει.
Ένοχος, το πληκτρολόγιο θα σου πάρω,
τη γλώσσα σου θα κόψω,
τα δάχτυλα σου κιμά θα κάνω,
σε λύκους ωμό να τον εδώσω,
γιατί ο λόγος σου δεν είναι δικός σου.
Κι ένα χαστούκι μόνο ένα, δυνατό
με κείνα τα τεράστια του πατέρα μου τα χέρια,
που ‘χει τη δύναμη όσων ανθρώπων πείραξες με δόλο.
Είσαι ανάπηρος πνευματικά
το σώμα σου είναι ανέραστο,
επειδή το ατροφικό σου πέος δεν δουλεύει.
Αν εσύ δεν ένιωσες τον έρωτα,
κανείς μας δεν σου φταίει.
