Κυριακή στην παραλία
του Αλέξανδρου Χρηστομάνου
Ο ήλιος έχει κάνει το μισό του μεροκάματο. Ένα μικρό αγόρι σέρνει πάνω στην άμμο ένα κύμα της θάλασσας. Λίγο πιο πέρα, οι γονείς του κάτω από την σκιά μιας ψάθινης ομπρέλας, στήνουν για πολλοστή φορά τα πιόνια στην σκακιέρα.
Δεν προσέχουν ότι το αγοράκι τους, έφερε την θάλασσα στο κανό του. Θα μπορούσε να σέρνει το κανό του προς την θάλασσα, αλλά φαίνεται την θάλασσα την κουμαντάρει καλύτερα… Κάποια στιγμή το αγόρι στρώνει κάτω από το κανό ένα κύμα. Το κανό του ταλαντεύεται. Ο μικρός γεμίζει ευτυχία. Ανεβαίνει επάνω στο κανό και πιάνει το κουπί. Έτοιμος να κωπηλατήσει. Αλλά ας περιμένει λίγο ακόμη. Ποιος ξέρει, ένας από τους γονείς μπορεί να του δώσει την προσοχή που χρειάζεται.
Τα μικρά του μπράτσα βρεγμένα απ’ το νερό και ιδρώτα, γυαλίζουν στον ήλιο σαν μικρά μπρούτζινα κηροπήγια. Και περιμένει το αγόρι. Το κουπί γίνεται επέκταση του μικρού του μπράτσου, και την ακουμπάει αθορυβα στο νερό. «Μπαμπά, κοίτα με, θα σχίσω τα κύματα!» φωνάζει ενθουσιασμένος με παιδική φωνή. Ο πατέρας μάλλον δεν τον ακούει. Είναι αφοσιωμένος στο σκάκι του, καθώς το αγοράκι ταλαντεύετε πάνω στο μικρό του κανό, σαν λούτρινο αρκουδάκι. Και μόνο όταν ο πατέρας του ξεσπάσει χαρούμενος «Σε τσάκισα ξανά..,» ο μικρός λυπημένος αποφασίζει να κάνει το πρώτο κουπί.
Τεντώνει τα μπράτσα και τραβάει δυνατά. Η θάλασσα στροβιλίζεται. Χάνει την γαλήνια της μορφή. Ποτέ δεν περίμενε ένα τόσο δα αγόρι να την σπρώξει τόσο δυνατά. Και είναι μόνο η αρχή. Ο μικρός κάνει και δεύτερο κουπί, ακόμη ποιο δυνατό. Έτσι ξεπερνά τα πρώτα κύματα και απομακρύνεται. Κάπου στα βαθιά, σηκώνει όρθιο το κουπί, μπας και το βλέπει κανένας απ’ τους γονείς.
Όμως κανένας δεν τον παρακολουθεί. Έτσι, κατεβάζει το κουπί και επιστέφει στην ακτή ατάραχος. Τι κι αν δεν τον ειδών οι γονείς. Τον είδε ο ήλιος, τον ένιωσε η θάλασσα και ο κυρ Τάσος στην αμμουδιά, που δεν κατάφερε να κάνει δικά του παιδιά…
