Το δακρυσμένο γράμμα
της Βιτάλια Ζίμμερ.
Ένα ταξίδι είναι η ζωή, που στη πορεία συναντάς κάθε τερτίπι του καιρού. Άνεμος, βροχή, ήλιος, κρύο, ζέστη και εσύ καλείσαι να προσαρμοστείς. Τα καταφέρνεις πάντα, γι΄ αυτό είσαι ζωντανός.
Εκείνο που δεν κατάφερες ποτέ, είναι οι άνθρωποι οι περίεργοι. Δεν αλλάζει ο άνθρωπος, δεν είναι μηχανή να φτιάξεις τη χαλασμένη βίδα κι ούτε θα βρεις ανταλλακτικά για της ψυχής το τραύμα.
Ένα κορίτσι του δρόμου μάζεψες, τυραννισμένο από την ηρωίνη. Πόρνη για μια δόση έγινε κι εσύ τη λυπήθηκες, στο σπίτι σου την έβαλες, την έπλυνες, την τάισες κι αγάπη της έδωσες όσο κανένας άλλος. Χέρι δεν άπλωσες ποτέ κι ας ήταν όμορφη και ιδανική σαν σύντροφος και ερωμένη. Μα είναι περίπλοκη η σχέση αυτή. Άλλες φορές την αγαπάς σαν κόρη κι άλλες φορές σαν το ιδανικό το ταίρι.
Ώσπου μια μέρα, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε για πάντα, ίσως ποτέ να μην την ξαναδείς και ποτέ να μην την ξαναγγίξεις. Γιατί; Συνέχεια ρωτάς τον άδειο τον κατάλευκο τον τοίχο. Γιατί να σου συμβεί αυτό το τραύμα; Τα έκανες όλα σωστά, αλλά ο άνθρωπος ποτέ του δεν αλλάζει. Τη γιάτρεψες, την έκανες άνθρωπο ξανά με λαμπερό το πρόσωπο, την έβγαλες απ’ το σκοτάδι.
Πέρασαν χρόνια πολλά χωρίς κανένα νέο. Και εκεί που όλα δείχνουν πως θα πεθάνεις χωρίς να μάθεις κάποιο νέο, το τηλέφωνο χτύπησε αλλιώς, κακό μαντάτο θα ακούσεις. Το κορμί το πεθαμένο της σε κάλεσαν να πας να αναγνωρίσεις. Ένα γράμμα σου έδωσαν που είχε τα στοιχεία σου.
Το πήρες σιωπηλός και σ’ ένα παγκάκι έκατσες να το διαβάσεις μόνος. Μόλις το φάκελο τον άνοιξες, άρχισε να ψιχαλίζει. Τα χέρια σου τρέμουνε και άτσαλα το γράμμα ανοίγεις. Η βροχή ξεκίνησε για τα καλά και οι κρυστάλλινες σταγόνες της, σαν δάκρυα κυλούν πάνω στο γράμμα.
«Σ’ ευχαριστώ»
