Φρέσκα

Ένα τραγούδι είναι η ζωή

του Γιώργου Ρούβαλη

 

Σχολείο πήγα μέχρι την Τρίτη Γυμνασίου. Μετά έπρεπε να δουλέψω γιατί στο σπίτι τα φέρναμε βόλτα δύσκολα. Όπως θα θυμάσαι, η μητέρα μου ήταν η καθαρίστρια του Γυμνασίου. Μέναμε εκεί μέσα, σε δυο δωματιάκια που υπήρχαν για το θυρωρό. Καθάριζε και στο Γαλλικό Ινστιτούτο απέναντι. Πήγα κι εκεί λίγο, αλλά πάλι σταμάτησα νωρίς. Τώρα τα γαλλικά τα ‘χω ξεχάσει, εγώ που είχα πάρει και βραβείο, άμα όμως δεν τα χρησιμοποιείς… Θυμάμαι τις παλιές δασκάλες, την Καίτη τη Ρούσσου, την κυρία Δαμάσκου, το Φίλιππο τον Δρακονταειδή, που ήταν ωραίο παιδί… Ο πατέρας μου ήταν σιδηρουργός κι είχα και μια αδελφή, μικρότερη.

Μπήκα, λοιπόν, πωλήτρια στου Πανουσόπουλου το μαγαζί. Πουλούσε ρούχα, κλωστές, εσώρουχα και τέτοια. Είχε τέσσερες κόρες και τρεις υπαλλήλους, τρία κορίτσια, εμάς. Βαρύς κι αμίλητος άνθρωπος. Εκεί έμεινα τρία χρόνια, αλλά ήταν δύσκολα χρόνια. Τ’ αφεντικό καλό, δε λέω, αλλά έπρεπε πάντα να είμαστε απασχολημένες, κάτι να κάνουμε. Αδύνατον να καθίσουμε σε καρέκλα αν δεν υπήρχαν πελάτες. Εμένα μ’ έβαζε, ας πούμε, να πλύνω τα τζάμια με το χιονιά.

Η δουλειά αυτή μου άρεσε, να συναναστρέφομαι πελάτες, τον κόσμο, ήμουν πολύ αγαπητή. Έπαιρνα πρωτοβουλίες, έφτιαχνα βιτρίνες και τέτοια. Ταμείο δεν υπήρχε. Είχαμε κάτι συρταράκια με κουβαρίστρες κι εκεί βάζαμε τα λεφτά. Αρχές της δεκαετίας του ’60. Έπρεπε να παρακολουθούμε τις πελάτισσες, γιατί ορισμένες κλέβανε. Εμείς είχαμε κυρίως κόσμο απ’ τα χωριά, το μαγαζί δεν είχε ακριβά πράγματα. Υπήρχε κι ένα συνθηματικό για τις κακές πελάτισσες, αυτές που προσπαθούσαν να σουφρώσουν κάτι ή ήταν δύσκολες και θα ‘χανες πολύ χρόνο μαζί τους χωρίς να ψωνίσουν τελικά. Η λέξη ήταν μπερλιαβή. Όταν την έβλεπε το αφεντικό και μας τόλεγε δεν της δίναμε σημασία και την προσέχαμε διπλά, μέχρι να φύγει. Δουλεύαμε οχτάωρο, με διακοπές που είχαμε τότε, πρωί-απόγευμα. Τα Σάββατα επίσης. Δίπλα βρίσκονταν κι άλλα υφασματοπωλεία, είδη κιγκελαρίας, μπακάλικα και στη γωνία το καφεκοπτείο του Κατσαρού, μύριζε όλος ο δρόμος καφέ, που τον καβούρδιζε σε κείνη την μηχανή τη μεγάλη. Τώρα είναι όλα μαγαζιά με σουβενίρ και δώρα για τουρίστες, αλλά μένουν ακόμη δυο-τρια υφασματάδικα, με κουρτίνες, κεντήματα και κλωστές, του Κοφινιώτη, του Παϊβανά, ο Κορούλης πήγε στη Σιδηράς Μεραρχίας, πιο μακριά.

Μισθός, 500 δραχμές. Εμένα αυτά δεν μου ‘φταναν ούτε για παπούτσια, γιατί όταν δεν είχε κίνηση, τ’ αφεντικό μ’ έστελνε να εισπράξω βερεσέδια στα σπίτια, μέσα στη βροχή, χωρίς ομπρέλλα, τα παπούτσια μου τα ‘τρωγα γρήγορα έτσι. Μούδιναν έναν κατάλογο και ξαμολιόμουν στους δρόμους, η βροχή μ’ έκανε χάλια, αισθανόμουν πολύ δυστυχισμένη τότε. Όταν πάλι έβγαινε ο ήλιος, είχε κίνηση ο δρόμος μας, αστεία από μαγαζί σε μαγαζί, δίπλα οι βλάχοι στο κουρείο του Τζανετόπουλου να κουρεύονται, πιο πέρα τα μαγειριά δίπλα στα λεωφορεία, υπήρχε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα στη γειτονιά.

Πιο πέρα ήταν το μαγαζί του Μορούλη. Αυτός, όταν με είδε να στολίζω βιτρίνες και ρώτησε κι έμαθε ότι ήμουν καλή, με ζήτησε και πήγα. Χίλιες δραχμές, τα διπλά μου έδωσε. Το κατάστημα του ήταν εκλεκτό, έφερνε ωραία φορέματα απ’ την Αθήνα, καμπαρντίνες, κοστούμια, μπλούζες και τα λοιπά. Πήγαινε και καλύτερος κόσμος εκεί, όλη η καλή κοινωνία της πόλης. Αγόραζα κι εγώ κανένα ρουχαλάκι, μου το κρατούσε απ’ το μισθό με δόσεις. Αυτός είχε τα δυο παιδιά του κι ο ίδιος, ωραίος άντρας κι ευγενικός, ήταν άλλη ατμόσφαιρα. Εκεί έμεινα ένα χρόνο, μετά παντρεύτηκα.

Τον άντρα μου τον γνώρισα γιατί η αδελφή του ήταν φίλη μου, πήγαινα στο σπίτι της στην Πρόνοια. Ηταν μεγαλύτερος. Δούλευε οικοδόμος. Ε, λοιπόν, αγαπηθήκαμε και παντρευτήκαμε, οπότε τέλος η δουλειά. Έγινα νοικοκυρά και μαμά. Την κόρη μας την έκανα ένα χρόνο μετά και δυο χρόνια αργότερα το γιο. Μέναμε στην Πρόνοια. Εγώ μέχρι τότε είχα μείνει στο Ναύπλιο, η Πρόνοια μας ήταν άγνωστη σαν γειτονιά, ήξερα βέβαια πολλούς Προνοιώτες που δούλευαν όλοι στην παλιά πόλη. Ο κύριος Κωστούρος, ο δικηγόρος, διηγείται κι ένα ανέκδοτο γι’ αυτούς. Λέει: «Γιατί τότε οι Προνοιώτες ήταν αδύνατοι όλοι; Γιατί έκαναν καθημερινά τέσσερα χιλιόμετρα με τα πόδια, ένα το πρωί να πάνε στη δουλειά τους, ένα το μεσημέρι να πάνε σπίτι τους να φάνε, άλλο ένα να γυρίσουν στο Ναύπλιο τ’ απόγευμα και το τελευταίο να πάνε πάλι πίσω το βράδυ. Έτσι όλοι είχαν σιλουέτα. Τώρα με τ’ αυτοκίνητα, έχουμε όλοι παχύνει, τα παίρνουμε να πάμε στη γωνία για τσιγάρα!». Ήμουν πολύ ευτυχισμένη. Μετά από δέκα χρόνια έκανα και το τρίτο παιδί, μια κόρη, τη Δήμητρα. Τότε, η ζωή στη γειτονιά είχε πραγματική αλληλεγγύη. Μετά το σχολείο, ας πούμε, τα παιδιά πήγαιναν με τους φίλους τους στο σπίτι της μητέρας τους που δούλευε να διαβάσουν. Μετά ερχόταν η μητέρα και τους έβαζε να φάνε σε όλα και στα δικά της και στα ξένα, μέχρι νάρθει η άλλη μητέρα αργότερα να τα πάρει. Εγώ πήγαινα συχνά έτσι στη Βάσω την Κονδύλη και την Παρίση. Τα σπίτια ήταν ανοιχτά, υπήρχε αλληλοβοήθεια. Τώρα δεν γίνονται αυτά. Όχι, η σύνθεση του πληθυσμού δεν έχει αλλάξει, η Πρόνοια είναι όπως και πριν λαϊκή γειτονιά, αλλά οι άνθρωποι δεν είναι πλέον οι ίδιοι, έχουν κλείσει τις πόρτες. Τώρα, εκτός απ’ του Λαπαθιώτη, δεν μπαίνω σ’ άλλο σπίτι, δεν σε καλούνε, δεν έχεις επαφή. Μόνο με οικογένειες που έχουν κι αυτές εγγόνια, όπως εγώ. Τον πρώτο καιρό που παντρεύτηκα έφερνα φίλους εγώ ή ο άντρας μου στο σπίτι και κάναμε γλέντια, με περιορισμένα πάντα μέσα, αλλά πραγματικά γλέντια. Τώρα η δουλειά μας απορροφά και δεν έχουμε χρόνο για τίποτα. Λες η τηλεόραση, δεν ξέρω, δεν νομίζω ότι είναι μόνο η τηλεόραση, είναι ο τρόπος ζωής, έστω και σε μια επαρχία σαν το Ναύπλιο. Όταν ήταν μικρά τα παιδιά πηγαίναμε σε ταβέρνες, ένα σωρό έχει η Πρόνοια και σε κέντρα, τραγουδούσαμε, χορεύαμε. Τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, το «Πέραμα» ας πούμε έφερνε καλούς τραγουδιστές απ’ την Αθήνα, περνάγαμε πολύ καλά.

Όταν τα παιδιά ήταν μικρά, ο άντρας μου έπαθε ένα ατύχημα και δεν μπορούσε να δουλέψει. Έπρεπε κάτι να κάνω, να βοηθήσω. Δέκα χρόνια κράτησε η αρρώστια του, ευτυχώς μετά ξανάρχισε να δουλεύει. Αναγκάστηκα, λοιπόν, αυτό που είχα μάθει σαν κοπελίτσα να το κάνω πάλι, άνοιξα μαγαζί, εκεί στην Πρόνοια, πάνω στην 25ης Μαρτίου. Είχα υαλοπωλείο και είδη δώρων. Μάζεψα όλες μου τις οικονομίες και το άνοιξα. Πήγα πολύ καλά. Σου είπα ότι μου άρεσε αυτού του είδους η δουλειά και με τους πελάτες ήμουν πολύ εξυπηρετική. Είχα και καλό γούστο, το διακόσμησα όμορφα. Τα παιδιά τα κρατούσε η μητέρα μου, ευτυχώς. Ο κόσμος ήταν πολύ ευχαριστημένος, τους άρεσαν αυτά που αγόραζαν από μένα. Αλλά βέβαια είχε κούραση γιατί ήμουν μόνη μου. Επρεπε και να μαγειρέψω, να κάνω τις δουλειές του σπιτιού, υπήρχε μια ένταση. Όταν τα παιδιά μεγάλωσαν, βόηθαγαν κι αυτά, ιδίως η μεγαλύτερη μου η κόρη βοήθησε πολύ, κράταγε τα μικρά, μαγείρευε, κλπ.

Δεκαπέντε χρόνια κράτησε το μαγαζί. Το έκλεισα γιατί τότε άνοιξαν τα σούπερ-μάρκετ με εμπορεύματα σαν τα δικά μου. Αλλα τα πουλούσαν και στις λαϊκές, τα πλαστικά κι αυτά και λιγόστεψε η πελατεία μου. Δεν ήθελα να βάζω χρέη, τα παιδιά δεν ήθελαν να κρατήσουν το μαγαζί, έτσι τόκλεισα. Τώρα τόχουν μετανιώσει.

Πώς άρχισα το τραγούδι; Ε, εκεί που ταχτοποιούσα το εμπόρευμα στο μαγαζί, μουρμούριζα μελωδίες, αλλά όχι ξένες, δικές μου. Μετά καθόμουν και τους έβαζα στίχους. Έτσι έκανα τραγούδια. Εγώ δεν τους έδινα καμιά σημασία, νόμιζα ότι δεν άξιζαν καθόλου, αφού δεν ξέρω και πολλά γράμματα. Αλλά ένας συμμαθητής μας, ο Σούλης που είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, φυσικός, μου είπε «Μαρία είναι πάρα πολύ καλά τα τραγούδια σου!». Προσπάθησα να τα προωθήσω. Δεν μ’ ενδιέφεραν τα λεφτά, αλλά ν’ ακούσω αυτό που είχα γράψει. Θα ήμουν τρισευτυχισμένη τότε αν, ας πούμε, μια μεγάλη ορχήστρα και δυο τρεις τραγουδιστές έλεγαν κάτι δικό μου. Τα έδωσα στο Γιάννη το Σπανό, το συνθέτη, τα είδε και μου είπε σε εμπνέει το Παλαμήδι. Όπως είπε ο συμμαθητής μας ο Μενέλαος ο Βασιλείου, αυτός ο βράχος δέχεται πολύ ήλιο και βγάζει πίσω μια δύναμη, που είναι η αγάπη. Δεν ξέρει ότι στην περίπτωσή μου αυτή γίνεται μουσική, μάλλον έτσι θάναι. Όμως ο Σπανός ήθελε να πάω στην Αθήνα να κάνουμε δοκιμές, ν’ αλλάξω μερικές λέξεις, να βάλω κάτι πιο εκλεπτυσμένο. Τελικά τίποτα δεν έγινε. Στην Αθήνα πήγαινα για δουλειές μου, ν’ αγοράσω εμπόρευμα, σ’ εκθέσεις, ακόμα και στην έκθεση της Θεσσαλονίκης πήγα κάποτε. Αλλά ήταν τολμηρό άλμα ν’ αφήσω τα πάντα και να ριχτώ σ’ αυτό. Δεν μπόρεσα, δεν το ‘κανα.

Άλλη μια ενθάρρυνση πήρα από τον Δαλιανίδη, το σκηνοθέτη. Τότε δούλευα καμαριέρα σ’ ένα ξενοδοχείο εδώ. Ηταν λοιπόν ο Δαλιανίδης με τη Ροζίτα Σώκου, τη δημοσιογράφο, που γράφει για το σινεμά. Μόλις τ’ άκουσε ο Δαλιανίδης μου λέει: «Ρε παιδάκι μου, που ήσουν εσύ, και ρυθμό και λόγια τέλεια έχουν!». Μούδωσε την κάρτα του, είπα θα τα στείλω στην Αθήνα και τελικά δεν τάστειλα. Θάμπλεκα γιατί αυτά ήθελαν πολύ τρέξιμο. Πάντως, όταν τάκανα, ήμουν πολύ ευτυχισμένη. Δεν με πειράζει που δεν έγιναν γνωστά. Μου φτάνει που σας τα τραγούδησα εσάς, σ’ όλους τους παλιούς συμμαθητές που μαζευτήκαμε προχτές, 80 άτομα, μετά από τριανταπέντε χρόνια και με χειροκροτήσατε και ευχαριστηθήκατε. Νάστε καλά όλοι σας, να ξαναβρισκόμαστε.

Πώς ήταν η δουλειά στο ξενοδοχείο; Ε, ξέρεις τώρα, ποτέ δεν είμαστε αρκετές. Δούλεψα σε τρία-τέσσερα κι εδώ και στο Τολό. Είχε πολλή κούραση. Απ’ το πρωί μέχρι τις 3 ½ να τρέχει ο ιδρώτας ποτάμι. Γιατί δεν ήμουνα και μαθημένη. Οι άλλες τα πασαλείβανε. Εγώ έπαιρνα τη σφουγγαρίστρα και εκεί να καθαρίσω καλά, ενώ οι άλλες τελείωναν πιο γρήγορα. Είμαστε τέσσερες καμαριέρες για 22 δωμάτια η κάθε μια. Κανονικά είναι 13 δωμάτια η μια, αλλά σ’ όλα τα ξενοδοχεία δουλεύουμε μέχρι 20 δωμάτια.

Στο ξενοδοχείο πρέπει να προσέχεις τα ποτήρια. Άμα σπάσουν είναι δράμα. Οι άλλες καθάριζαν επίσης με το ίδιο σφουγγάρι του μπάνιου και τα ποτήρια. Εγώ δεν μπορούσα, είχα ειδικό σφουγγάρι γι’ αυτά, που με καθυστερούσε και τσακώθηκα και με τις άλλες κοπέλλες και με το διευθυντή. Στο τέλος αναγκάστηκαν να βάλουν πλαστικά. Μετά άρχισαν να μου λένε ότι δεν έχει δουλειά κι έφυγα. Οι κοπέλες ήταν όλες χωρίς εκπαίδευση. Τις προτιμούν γιατί αν έχεις βγάλει σχολή πρέπει να σε πληρώνουν παραπάνω. Ακόμα προτιμούν τις ξένες γιατί αυτονών δεν τους πληρώνουν ΙΚΑ.

Με τον πελάτη δεν μπορείς να πιάσεις κουβέντα, δεν έχεις χρόνο. Το πολύ-πολύ να σου ζητήσουν να τους φέρεις κάτι, ένα μαξιλάρι, μια κουβέρτα. Πουρμπουάρ πολύ σπάνια, κυρίως αφήνουν οι Ελληνες, τα νιογάμπρια. Καμιά φορά είχαμε και γκρουπ αθλητές. Ξέρεις ότι αυτοί έχουν ειδική δίαιτα; Ναι, πολύ πιλάφι και πολλή γαλοπούλα! Είχα κι απρόοπτα, όπως μια φορά που άνοιξα και μέσα ήταν ένα ζευγάρι που έκανε τα δικά του. Έφαγα κατσάδα. Δεν είχα χτυπήσει γιατί το κλειδί δεν ήταν πίσω απ’ την πόρτα, είχαν αφήσει ανοιχτά κι αυτοί!

Εκτός απ’ τα τραγούδια άρχισα και να ζωγραφίζω τώρα στα γεράματα. Με μπογιές σ’ ένα μπλοκ, μου βγήκε πολύ ωραίο. Κυρίως πορτραίτα των κοριτσιών μου. Τώρα συνεχίζω με λάδι. Αφού τα είδαν μια φορά στο ΙΚΑ που είχα πάει και τάχα μαζί μου κι άρχισαν να μου δίνουν παραγγελίες! Είστε τρελλοί, δεν κάνω τίποτα, τους απάντησα, δεν είναι για πούλημα. Μαθήματα δεν πήρα ποτέ. Γράφτηκα στη ΝΕΛΕ μια φορά αλλά δεν με ειδοποίησαν.

Πάντως μ’ αρέσει πάντα κάτι να κάνω. Είμαι πανευτυχής έστω κι αν είναι το νοικοκυριό ή φροντίζω τα εγγόνια μου. Τότε πιάνω το τραγούδι, το τραγούδι μου.

—– * —–

* Δημοσιεύτηκε στο βιβλίο «Στ’ Ανάπλι», εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2005.

photo: John Bignell, Daily Mail,