Φρέσκα

Η Ραφαέλα Καρά και ο Χαραλάμπης

της Βιτάλια Ζίμμερ.

Πρόσφυγες του Πόντου, λίγη τη γη την είχαν στο κάμπο του Κιλκίς. Ένα καλοκαίρι ξερό, μακρύ, γεμάτο εργασίες και μόχθο για λίγα σιτηρά, που αύριο θα γίνουν ψωμί για μας.

Κείνο το καλοκαίρι βρέθηκα κοντά τους, στον θετό παππού και τη γιαγιά, μ’ ένα ζευγάρι παντόφλες κι άλλο ένα καλό ζευγάρι δετών υποδημάτων στην εκκλησιά να το φορέσω. Δυο-τρία φορεματάκια, άλλα δυο σορτσάκια και κάμποσα μπλουζάκια είχα μαζί μου. Κι όποτε έτρωγα ένα παγωτό, συνήθως λερωνόμουν. Και κείνη η δύσμοιρη η γιαγιά, ένα πλυντήριο φτηνό είχε, που ήταν από πάνω ανοιχτό και γύρναγε με δυσκολία τα ρούχα να τα πλύνει. Έβαζε τα ρούχα μέσα, έριχνε νερό και tide σκόνη. Άλλες φορές τα ρούχα γύρναγαν κι άλλες φορές ήταν πολλά και το μοτέρ ζορίζονταν. Εκείνη έβαζε το χέρι μέσα στο καυτό νερό που μύριζε απορρυπαντικό και γύρναγε τα ρούχα δυο τρεις φορές, μήπως και το μοτέρ καταφέρει να τα γυρίσει.

Το σκηνικό δεν άλλαζε ποτέ σε κείνο το χωριό. Εκτός κι αν έρχονταν πλανόδιος μανάβης ή ο γυρολόγος με ρούχα και είδη προικός. Ένα απόγευμα κι ενώ ο ήλιος δεν είχε βασιλέψει, έφτασε ο Χαραλάμπης με το εμπόρευμά του. Άνοιξε την πίσω πόρτα του βαν και να όλα τα ρούχα κρέμονταν σαν να ‘ναι σε κατάστημα. Γυναίκες έτρεξαν να πάρουν κατιτίς. Σεντόνια, ρομπίτσες, μαντήλες, παντόφλες, πουκάμισα. Όλα τα είχε ο Χαραλάμπης. Για πρώτη φορά δεν είδα την γιαγιά μου να ψωνίζει. Βρέθηκε ο παππούς μου εκεί δίπλα, που είχε πλήρη άγνοια σε τέτοιου είδους αγαθά. Μου αγόρασε μία μπλούζα καφέ, που πάνω της είχε ζωγραφισμένη τη Ραφαέλα Καρά με ένα μικρόφωνο και κάτι νούμερα.

Μισώ το καφέ χρώμα. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως να φταίει το καφέ χρώμα του σπιτιού τους που δεν τελείωσε ποτέ, με τα τούβλα να φαίνονται απέξω μια ζωή. Κι από μέσα κάποια δωμάτια ποτέ δεν ήταν τελειωμένα. Κι όταν φύσαγε άνεμος, το σπίτι σφύριζε λες κι ήταν στοιχειωμένο. Τα κάγκελα ήταν καφέ κι εγώ νόμιζα πώς ήταν χρώμα. Δεν ήταν χρώμα, ήταν αυτό που βάζεις το σίδερο να μην χαλάσει. Αυτό είχαν οι άνθρωποι και το έφτιαχναν λίγο-λίγο. Δεν ξέρω τι απέγινε εκείνη η μπλούζα, που είχε μία διάσημη σταρ, πριν μερικά χρόνια. Κάπου είχε ξεμείνει και σχεδόν τη χάρισε o Χαραλάμπης.

Πέρασαν τα χρόνια, το πήρα εγώ εκείνο το σπίτι, αφού την πλήρωσα των υπολοίπων κληρονόμων τη μοίρα. Να το γκρεμίσω ήθελα μα εκείνοι που το πούλησαν, αντίλογο μου είπαν. «Είναι ντροπή τον κόπο του πατέρα μας να τον γκρεμίσεις».

«Πόντιοι είστε, αγύριστα κεφάλια. Μα κι εγώ σαν Πόντια θα κάμω. Αγύριστο κεφάλι θα γίνω για χάρη του πατέρα σας. Αν δεν θέλετε να γκρεμιστεί, σας το πουλάω τώρα, διπλή τιμή και ακόμα περισσότερο το δίνω. Τόσα χρόνια μαζί του, τίποτα δεν καταλάβατε. Αυτό το σπίτι έγινε έτσι, επειδή ο πατέρας σας δεν μπορούσε. Πέντε παιδιά είχε να θρέψει. Αν μπορούσε θα το έφτιαχνε αλλιώς. Γι’ αυτό κι εγώ θα το φτιάξω ως ήθελε εκείνος, όπως μου έλεγε τα βράδια με δάκρυα στα μάτια. Μα δεν πρόλαβε…»

Το γκρέμισα το ρημάδι κι ότι είχε μέσα το πέταξα. Κράτησα μόνο δυο κάδρα μεγάλα, με εκείνες τις ζωγραφισμένες φωτογραφίες, από το γάμο τους στο Πόντο. Αγέλαστοι κι οι δυο, την πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής τους, για να βγει σωστή η φωτογραφία.

Θαρρώ πως το ‘φτιαξα όπως εκείνος το ονειρεύονταν. Τα δυο κάδρα δίπλα στο τζάκι έβαλα, όλο το σπιτικό να βλέπουν. Ένα σπιτικό χωρίς χλιδή, μα με αρχοντιά γεμάτο. Σαν αυτή που άφησαν στο Πόντο πίσω κι ήρθαν ξυπόλητοι ως εδώ, κρατώντας μόνο του γάμου τους τα κάδρα.

Σαν τέλειωσε το σπίτι, μία γιορτή την έκανα. Οι μισοί ήταν χαρούμενοι κι οι άλλοι μισοί μες την κατήφεια, λες και γκρέμισα τον Παρθενώνα. Παρέμεινα απτόητη ώσπου μια θεία μου, μου χάρισε μια παλιά φωτογραφία μου, μ’ εκείνη την καφέ μπλούζα. Την κοίταξα καλά κι είδα κάποια από τα νούμερα με δυσκολία. Θυμήθηκα…

68 68 357, το τραγούδι στα Ελληνικά της Ραφαέλας Καρά. Και τότε ρώτησα αυθόρμητα:

«Ο Χαραλάμπης ζει;»