Ο ΘΕΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΗΤΑΝ…ΤΟΙΟΥΤΟΣ
του Χάρη Κατσιμίχα
Εμφανιζόταν στο σπίτι μας κάθε χρόνο, στην ονομαστική γιορτή του πατέρα μου. Όλον τον υπόλοιπο καιρό δεν είχα ιδέα πού ήταν και τι έκανε. Ήξερα μόνο ότι ήταν πλασιέ στην επαρχία, ότι έμενε στο προικώο της γυναίκας του της θείας Φαίδρας, στον Κολωνό και ότι δεν είχαν παιδιά.
Στις οικογενειακές μαζώξεις δεν καθόταν ποτέ στο σαλόνι μαζί με τους υπόλοιπους κυρίους. Πού τον έχανες που τον εύρισκες, ήταν χωμένος στην κουζίνα, μαζί με τη μητέρα και τις θείες μου.
Τον έβαζαν και έκοβε τις σαλάτες, τα τυριά, τα ψωμιά, δίπλωνε όμορφα- όμορφα τις πετσέτες, ετοίμαζε τα σερβίτσια, γέμιζε κρασί τις γυάλινες κανάτες και όταν όλα ήταν έτοιμα, αναλάμβανε (αυτοβούλως) χρέη Σεφ…Μπάτλερ…Αρχιθαλαμηπόλου. Ήταν η ψυχή του τραπεζιού. Ο απόλυτος οργανωτής. Η μάνα του λόχου.
Αγαπούσε πολύ την (πανάσχημη) σύζυγο του. Την πρόσεχε, την περιποιόταν και την είχε στα ώπα- ώπα, τόσο, που όλες οι κυρίες είχαν να το λένε «Δε γινόταν να ήταν κι ο άλλος μέσα, λίγο σαν αυτόν εδώ; » έλεγε η μια » Έλα μου ντε! Πες τα και στον δικό μου τον χωριάτη! » έλεγε η άλλη. Ήταν πράγματι, πολύ συμπαθητικός άνθρωπος. Χαρούμενος, δοτικός. και ακούραστος. Χαλί να τον πατήσεις. Ντυνόταν με πολυ γούστο κι από χορό; Έσκιζε. Μόνο ευρωπαϊκά. Ταγκό, Βαλς, Τσα Τσα και… όλα αυτά.
Είναι αλήθεια, πως είχε ένα δικό του στυλ που ώρες- ώρες, με μπέρδευε. Δεν φερόταν ακριβώς σαν άντρας, αλλά ούτε και σαν γυναίκα. Κάτι απάνω του, μου ήταν άγνωστο και ανεξήγητο. Κάτι που στιγμές στιγμές με έκανε να τον λυπάμαι, αλλά δεν ήξερα γιατί.
Βέβαια, δεν το συζητώ! Όλα τα ξαδέλφια , τον προτιμούσαμε τους πατεράδες μας, που όλο φωνάζαν, και βριζόντουσαν για κάποιον Φρυδά, κάποιον Παληόγερο, ένα Τσιριμώκο, κάτι Λαμπράκηδες και…κάτι άλλους. «Μα ποιοι είναι αυτοί (σκεφτόμουνα) κι από που τους ξέρει ο μπαμπάς και οι θείοι.. αφού δεν τους είδα ποτέ ούτε στο σπίτι μας, αλλά ούτε και σε κανένα άλλο σπίτι; «
Τέλος πάντων ο θείος Παύλος δεν τσακωνόταν ποτέ.
Ελάτε τώρα » φώναζε » Αφήστε τα τώρα αυτά! Έλα, υγεία! Υγεία! » και τσούγκριζε το ποτήρι του με όλους.
Τον συμπαθούσα κι ας μην είχα μαζί του πολλά- πολλά, όπως με τους υπόλοιπους θείους . Ειλικρινά τον συμπαθούσα, μόνο που να… καμια φορά όταν γελούσε, γινόταν η φωνή του τσιριχτή, τα μάτια του προς στιγμή, κάπως…σα να αγρίευαν και αυτό ( για να πω τη μαύρη αλήθεια) με τρόμαζε πιο πολύ, από τις γαιδουροφωνάρες του μπαμπά και των υπολοίπων.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, τα χρόνια πέρασαν. Τα οικογενειακά γλέντια αραίωσαν και έδωσαν τη θέση τους, σε κηδείες και μνημόσυνα.
Και ο θείος Παύλος; Έμαθα μια μέρα από τη μάνα μου, ότι έφυγε κι αυτός. » Όχι στο χωριό, στον Κολωνό, τον έθαψαν» μου είπε. «Γιατί στον Κολωνό…» τη ρώτησα .»Ε, δεν τάχε καλά με το σόι..» » Γιατί ρε μάνα.. ήταν τόσο καλός άνθρωπος… Τί είχε μαζί του το κωλόσογο; » της κάνω, για να την ακούσω να ψιθυρίζει » Ε, δε βαριέσαι… ήταν τοιούτος και τον είχαν κάνει πέρα. Θεός σχωρέστον! «
Δεν είπαμε τίποτα άλλο. Βγήκα στη βεράντα, ενώ γύρω άρχισε να σουρουπώνει. Και ξαφνικά, όπως άναβα τσιγάρο, δεν παίρνω όρκο, αλλά από το σαλόνι έφτασαν αμυδρά στ’ αυτιά μου, οι φωνές, τα τσουγκρίσματα, τα «ώπα να καούν τα κάρβουνα» και φυσικά, το γέλιο του θείου Παύλου.
Ναι. Ήταν καλός άνθρωπος κι ας με τρόμαζε που και που. Ήταν καλός άνθρωπος και δεν πείραξε ποτέ, κανέναν. Μάλιστα (για να πούμε τη μαύρη αλήθεια) όλοι εμείς είμασταν που τον είχαμε πειράξει τον καημένο και όχι αυτός εμάς.
Θεός σχωρέστον!