Φρέσκα

Ένα μήνυμα στο παρελθόν

της Βιτάλια Ζίμμερ.

Και σαν είδα το φως της Σαλονίκης, από το αεροπλάνο εκεί ψηλά, κατάλαβα πως δεν ειν’ το τέλος, μα είναι η αρχή.

Όλα έχουνε αλλάξει, μα κατά βάθος είναι ίδια. Άνθρωποι μεγάλοι, φοιτητές, γονείς με τα μωρά, κινούνται ο καθένας για το δικό του προορισμό. Μόνο όσοι είναι ακίνητοι πονάνε. Άστεγοι, ζητιάνοι και κάθε λογής απόκληροι της κοινωνίας ικετεύουν για ένα ευρώ. Άλλος για να ένα κομμάτι ψωμί κι άλλος για τη δόση του.

Εβραίοι, Πόντιοι, Μακεδόνες, Σαρακατσάνοι, όλοι Έλληνες στην πρώτη πόλη της Ελλάδας μας, που πόνο έζησε πολύ και ακόμα προσπαθεί. Που ‘χε λιμάνι ζωντανό και δουλειές πολλές κι ο κόσμος ζούσε φτωχικά μα ήταν ευτυχισμένος.

Ασπρόμαυρη Θεσσαλονίκη μου, ξεθώριασαν τα χρώματα στης μνήμης μου το πιο δύσκολο σημείο. Μα όσο γκρίζα γίνεσαι στη θύμησή μου, τόσο σε ποθώ.  

Κι έχω τώρα ένα μήνυμα να μεταφέρω. Ένα μήνυμα σπουδαίο, ένα του παρελθόντος μήνυμα.

Πήγα έξω από το σπίτι που γεννήθηκα. Είδα τη μικρή Βιτάλια να παίζει στο δρόμο. Με κοίταξε στα μάτια. Μικρή Βιτάλια, είχες δίκιο.

Θα είμαι πάντα λυπημένη, αλλά και πάντα ευτυχισμένη.

Σ’ αγαπώ πολύ, πάρα πολύ, μικρό και παράξενο κορίτσι μου.