Φρέσκα

Μία πάνινη κούκλα που την βάφτισαν Βίκα

της Βιτάλια Ζίμμερ.

 

Πανικός επικράτησε για λίγα λεπτά. Μάταιο όμως, ακολούθησαν κι άλλες εκρήξεις και ο τρόμος ανανεώθηκε. Με δύο κινητά τηλέφωνα έριξαν λίγο φως. Δεν μπορούσαν να προσανατολιστούν στο σπίτι που η οικογένεια ζει 6 γενιές. Με δυσκολία βγήκαν όλοι έξω. Ο πατέρας οδηγούσε την οικογένεια προς την έξοδο. Το κτήριο μπορεί να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή. Όμως η γιαγιά δεν είναι μαζί τους. «Που είναι η γιαγιά;» φώναζε το μικρό κορίτσι που ήταν ξυπόλητο. Η γιαγιά ήταν εγκλωβισμένη από τα χαλάσματα. Το πόδι της είναι καταπλακωμένο, μάλλον θα το χάσει για πάντα. Είχε δυσκολία στο περπάτημα και τώρα ήρθε το τελειωτικό χτύπημα.

Ήρθαν κι άλλοι κάτοικοι και όταν ξημέρωσε κατάφεραν να τη βγάλουν. Μέσα στην ποδιά της είχε μείνει η βελόνα και μια κλωστή. Πάντα κεντούσε για να περνάει ο χρόνος της δημιουργικά. Της έδεσαν το κομμένο πόδι με ότι πανιά βρήκαν και πήραν κι άλλα καθαρά να την αλλάζουν. Την πήγαν στο καταφύγιο του νοσοκομείου. Επικρατούσε ένα χάος αλλά κατάφεραν και τη συνέφεραν. Η μικρή Σάσα όταν είδε τη γιαγιά της έβαλε τα κλάματα και την αγκάλιασε. Αν και ζαλισμένη από τη μορφίνη, η γιαγιά κατάλαβε το δράμα της. Η αγάπη της εγγονής όμως ήταν το πιο δυνατό φάρμακο. Ένα ισχυρό κίνητρο να μείνει ζωντανή.

Η Σάσα και η μαμά της έφυγαν για άλλη χώρα. Ο πατέρας έμεινε να πολεμήσει και να προσέχει τη γιαγιά, που μέσα στην παραζάλη είδε ότι το μικρό κορίτσι δεν είχε την αγαπημένη του κούκλα. Η κούκλα της Σάσας ήταν η καλύτερή της φίλη. Την έπαιρνε αγκαλιά για να κοιμηθούν, της μιλούσε όταν φοβόταν ή όταν την μάλωναν.

Η γιαγιά μάζεψε ότι πανιά υπήρχαν γύρω της και ξεκίνησε να ράβει με το χέρι μία κούκλα. Έβαλε όλη τη τέχνη της κι όταν σχεδόν τελείωσε δεν έβρισκε με τι να την γεμίσει, για να μοιάζει με άνθρωπο-κορίτσι αγνό κι αδάμαστο απ’ της ζωής την κακουχία. Πήρε ένα ματωμένο στεγνό πανί και με υπομονή τη γέμισε, στρογγυλό πρόσωπο να έχει, κάπως να γίνει κούκλα. Την έδωσε στο γιο της και πέθανε χαμογελαστή και λυπημένη.

Κι όταν η κούκλα έφτασε στα χέρια της μικρής, κάνοντας το ίδιο ταξίδι το προσφυγικό κι εκείνη, χαρά μεγάλη ένιωσαν όλοι. «Μαρία θα την πω» είπε η μικρή όμορφη Σάσα. Μα η χαρά ήταν πρόσκαιρη, η κούκλα κακή είδηση τους φέρνει. Η γιαγιά τους δεν ζει πια. Το τελευταίο δώρο της ήταν μια κούκλα από πανιά που μπήκαν σε πληγές νεκρών, πρόχειρα φτιαγμένη σε έναν αγώνα δρόμου, μ’ αντίπαλο το θάνατο. Η γιαγιά τα κατάφερε και πρόλαβε την κούκλα να τη φτιάξει, μα η μικρή ακόμα δεν το ξέρει.

Την πήρε το κορίτσι και βγήκε στην αυλή και τότε άρχισε πολύ να βρέχει. Η Σάσα απτόητη κρατάει στο στέρνο της την κούκλα, όπως μια μάνα το πρώτο της το νεογνό. Και τότε ακούστηκε βροντή και το κορίτσι τρόμαξε ξανά κι η κούκλα έπεσε σε μια λιμνούλα βρόχινου νερού, όπως όταν βάζουν τα μωρά στης βάπτισης την κολυμπήθρα. Η κούκλα βράχηκε και τότε άρχισε το στεγνωμένο αίμα της γιαγιάς, στο έδαφος να ρέει. Η Σάσα ταράχτηκε πολύ και τότε κατάλαβε από μόνη της, πως η γιαγιά της πια δεν ζει. Την έπιασε ξανά και γέμισαν τα χέρια της με αίμα συγγενικό, δεν ένιωσε καθόλου λερωμένη. Πήγε μέσα στο σπίτι κι αυτή βρεγμένη, με ύφος τρελής λες και δραπέτευσε απ’ της Κίρκης το παλάτι κι έδειξε την κούκλα στους μεγάλους. Θαύμα είπαν οι γέροντες. Η γιαγιά σου η Βικτώρια δεν ζει πια κορίτσι μας καλό.

Κι εκείνη έσβησε το βλέμμα του τρελού με μιας και άλλαξε η όψη της. Τα μάτια της έβγαζαν φως ζεστό και η φωνή της είχε αγάπη. Βίκα θα την πω. Βίκα, Βικτώρια στη γλώσσα μας. Όλοι οι μεγάλοι σταυροκοπήθηκαν αληθινά. Τούτο το κορίτσι μεγάλωσε μπροστά στα μάτια τους, μόλις σε μια στιγμή. Το λόγο πήρε ο παπάς που ήτανε παρών. «Το θαύμα δεν είναι ότι μάτωσε η κούκλα. Το θαύμα είναι ότι η γιαγιά η Βίκα, έγινε αθάνατη στη μνήμη σας»

Και το κορίτσι δάκρυσε κι η όρασή της έγινε θαμπή. Η εικόνα της κούκλας άλλαξε μέσα απ’ το πρίσμα των γλυκάλμυρων δακρύων. Η ανέκφραστη Βίκα, τώρα πια χαμογελά με τα μεγάλα σαρκώδη χείλη της, βαμμένα με κόκκινο κραγιόν φτιαγμένο από αίμα…