ΚΟΚΚΙΝΑ ΒΑΜΜΕΝΑ ΑΒΓΑ
γράφει η Ερατώ Ροδοπούλου
Πέρασα τα σχολικά μου χρόνια στην Κατερίνη, όπου ο πατέρας μου αποφάσισε να μετοικίσει για λόγους άγνωστους σε εμένα και με πολλές εκδοχές αντιφατικές από την πλευρά της μητέρας μου. Πήγαμε εκεί άγνωστοι μεταξύ αγνώστων κι επειδή ο άντρας ήταν άξιος, αποδεδειγμένα, απέκτησε καλή φήμη, κάλλιστη για την ακρίβεια. Ήταν γλυκύς, ήπιος, με ωραία μπάσα φωνή, καλομεγαλωμένος και ευγενής. Σπάνια έλεγε μια κακή κουβέντα για κάποιον, εν ολίγοις το άκρο αντίθετο της μητέρας, που σου έκοβε κουστούμι με το που σε γνώριζε αλλά ήταν συνήθως σωστή στις κρίσεις της, μια και συναισθηματική δεν την έλεγες. Βέβαια, για να καταφέρει να πετύχει ο πατέρας, έσπρωχνε η μάνα από πίσω με όλη της τη δύναμη, να μην γίνομαι άδικη.
Ο πατέρας αγαπήθηκε όσο λίγοι γιατροί. Προσέγγιζε τους ανθρώπους με διάθεση να τους βοηθήσει, πέρα από τη γνωμάτευση και τη θεραπεία. Δεν θα απαριθμήσω εδώ τα «καλά» του, άλλη φορά. Η αγάπη για τον συνάνθρωπο, που χαρίστηκε αυθόρμητα και αφειδώς από τον ίδιο και καλλιεργήθηκε με καλά μελετημένες κινήσεις από τη μητέρα, έκανε τον νομό κάτι σαν μποστάνι μας, κήπο μας, περιβόλι μας. Τα πεσκέσια ήταν συχνά, είχαμε αφθονία αβγών, γάλακτος -που γινόταν γαλακτομπούρεκο εξαιρετικό και μοιραζόταν, στον Πιερικό συνήθως, την τοπική ομάδα που ήταν στα επάνω της εκείνον τον καιρό. Μας έφερναν επίσης διάφορα ζαρζαβατικά, φρούτα που όμοια δεν έχω φάει πουθενά αλλού, ντομάτες με γεύση ντομάτας, χορταρικά. Κάποιες φορές μας φέρνανε ψάρια και γαρίδες που ήταν μεγέθους καραβίδας, αυτές τις υπέροχες γαρίδες που γινόταν μπλε όταν έβραζαν. Πριν εξελιχθεί η πόλη μας είχαν φέρει και κότες, ζωντανές για να είναι εγγύηση το φρέσκο του πράγματος. Στην εξέλιξη της πόλης χάθηκαν και οι αλανιάρες κότες, έμειναν στους κήπους να κάνουν αβγά, που έρχονταν κατά δεκάδες και εικοσάδες πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Μετά τη συνηθισμένη διανομή, γιατί πώς να φαγωθούν 300 αβγά, ερχόταν η ώρα που η μητέρα έτρεμε κάθε χρόνο. Ο πατέρας ήθελε να βάψει τα Πασχαλινά αβγά. Ο ίδιος, όχι η μητέρα, μην και την κουράσει και καλά (για να μην του αρνηθεί το έκανε, αμ τι!). Δεν ήθελε βοήθεια αλλά ήθελε παρέα, να μην είναι μόνος και να του δίνουμε και τα απαραίτητα στο χέρι, βλέπε αβγά, μπογιές, κατσαρόλα, τρυπητή κουτάλα, πανάκι με λάδι, χαλκομανίες. Η μητέρα με τρόπο άλλαζε δωμάτιο, τάχα είχε δουλειές, κι έμενα εγώ μαζί του, να κρατώ την ψυχραιμία μου και το στόμα μου μαζί καθώς έκανε την κουζίνα άνω κάτω!
Αρχικά έβαζε στο μάτι την κατσαρόλα με νερό και ξύδι. Το ξύδι ήταν το μυστικό όπλο για να μην σπάσουν τα αβγά. Έβαζε και τη μπογιά και ανακάτευε όσο να διαλυθεί. Μετά είχαν σειρά τα αβγά, που τα έβαζε προσεκτικά με την κουτάλα προσπαθώντας να είναι απείρως ευγενικός μαζί τους. Ποτέ δεν έφταιγε ο ίδιος αν κάποιο έσπαγε, το αβγό είχε κάνει τη ζημιά γιατί ήταν λεπτό το τσόφλι του και μάλλον είχε τσουγκρίσει πριν της ώρας του με κάποιο άλλο, χοντρόφλουδο. Μέτραγε τον χρόνο με το ρολόι και μετά, πολύ προσεκτικά, τραβούσε τα αβγά, με την τρυπητή πάντα, και τα έβαζε σε ένα σουρωτήρι που έσταζε σε ένα ταψί που ήταν πάνω σε μια εφημερίδα. Το ότι η εφημερίδα κάθε χρόνο μούσκευε με μπογιές και ότι στην κουζίνα λερωνόταν ό,τι μπορούσε να λερωθεί –το τραπεζομάντηλο, τα μαξιλάρια που ήταν πάνω στις καρέκλες αλλά και το παντελόνι του πατέρα μου- αποτελεί ακόμα για εμένα ένα μυστήριο.
Μετά έπιανα εγώ δουλειά. Με ένα παλιό πανί σκούπιζα τα αβγά, με ένα μπαμπάκι με λάδι τα περνούσα να γυαλίσουν και σε δέκα αβγά κολλούσα χαλκομανίες που είχαν μουσκέψει στο νερό για να ξεκολλήσουν από το χαρτί. Αυτά τα αβγά τα τοποθετούσα πάνω-πάνω στον σωρό των άλλων αβγών, για στόλισμα. Καθάριζα την κουζίνα διεξοδικά μέχρι να τη φέρω στην αρχική της κατάσταση, ο πατέρας άλλαζε παντελόνι, τα αβγά έμπαιναν σε περίοπτη θέση στην τραπεζαρία, και όταν η φασαρία έπαυε, η μητέρα εμφανιζόταν. Με τις άκρες των χειλιών της να κοιτούν το πάτωμα, έβαζε με αργές κινήσεις τα γυαλιά της και διερευνούσε τον χώρο, να βρει αιτία να γκρινιάξει –όχι στον πατέρα βέβαια, αλλά σε εμένα. Ο πατέρας ήταν ήδη εξαφανισμένος μέσα στο γραφείο του. Αφού τέλειωνε η επιθεώρηση και ανάσαινα κανονικά και πάλι, αφού είχα ακούσει βέβαια και μερικές μπηχτές για το αν θα εύρισκα άντρα να με αντέξει, πήγαινα και καθόμουν σε ένα σκαμνί χαμηλό δίπλα στον μπαμπάκα μου. Τον κοίταγα στα μάτια, του χαμογελούσα κι εκείνος άνοιγε το συρτάρι του και κοιτώντας με συνωμοτικά μου έδινε ένα γερό χαρτζιλίκι, χωρίς να μιλήσει κανένας από τους δυο μας.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες κλείνω τα μάτια και τον φέρνω στον νου μου. Ο μπαμπάς μου, ο πατερούλης μου και οι κρυφές στιγμές μας. Όλα αυτά τα θυμάμαι την ημέρα που φέρνω στο σπίτι τα έτοιμα βαμμένα αβγά… Καλό Πάσχα και εφέτος!
