Ιστορίες του Σταύρου Καπλανίδη (3)
Αναδημοσίευση από The Books’ Journal
14 Σεπτεμβρίου 2017. Κοίτα τώρα τι θυμήθηκα μέρα της ονομαστικής γιορτής μου. 18 χρονών περιπλανιόμουν κάθε βράδυ στις μπουάτ της Πλάκας. Η γειτονιά τότε ήταν ένας μαγικός χώρος ποίησης και μουσικής. Εκεί γνώρισα πολλούς αξιόλογους καλλιτέχνες όλων των τεχνών, πυγολαμπίδες που δεν έσβησαν ποτέ από τη μνήμη μου. Ανάμεσά τους ο Αρτέμης Μάτσας. Ο κακός του ελληνικού κινηματογράφου που ήτανε γλυκύτατος άνθρωπος. Μου μίλησε για την μπουάτ που σχεδίαζε να ανοίξει. Τη «Γειτονιά των αγγέλων». Μου πρότεινε να αναλάβω το ντεκόρ, τη διακόσμηση της μπουάτ. Έτσι κι έγινε. Στα εγκαίνια ήτανε χαρούμενος, ενθουσιασμένος θα έλεγα. Εγώ είχα μαύρα χάλια. Μόλις με είχε παρατήσει μια κοπέλα που δεν αποχωριζότανε ούτε στο WC το πεκινουά της. Στην έναρξη του προγράμματος, χαμηλώνουν τα φώτα, ο Αρτέμης πλησιάζει το αναλόγιο και αρχίζει να απαγγέλλει με σπαρακτική φωνή: «Σταύρο που σε σταυρώσανε και την καρδιά ματώσανε…» Υπήρχε και συνέχεια με ομοιοκαταληξίες που δυστυχώς δεν θυμάμαι γμτ. Ευτυχώς το τελείωσε γρήγορα. Είχα γίνει κατακόκκινος από ντροπή. Μετά άλλαξε ο φωτισμός, μεσολάβησε μια κιθαρίτσα και συνέχισε με το κανονικό πρόγραμμα. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά απαγγελία ποιημάτων σπουδαίων ποιητών. Κάποιους είχα διαβάσει, άλλους όχι.
Μια ακόμη εισαγωγή μου στον κόσμο ύστερα από αυτή του Γιάννη Σιδέρη.
