Το ξύπνημα
του Λευτέρη Τσίλογλου
Κοίταζε την λυγερόκορμη σιλουέτα που περπατούσε ανάλαφρα μπροστά του. Η εικόνα της ήταν ένα χάδι στα μάτια του, τα συνηθισμένα στην ομοιόμορφη πεζότητα της καθημερινής ζωής. Την κοίταζε εδώ και ώρα. Τα μάτια του λες κι είχαν κολλήσει πάνω της. Ήταν μια μαγνητική παρουσία. Η λεπτή κορμοστασιά, τα πλούσια μαύρα μαλλιά, το απέριττο ντύσιμό της ήταν στοιχεία που σκλάβωναν την προσοχή του. Ήθελε να της μιλήσει, να την πλησιάσει, αλλά μια ανεξήγητη διστακτικότητα τον εμπόδιζε και δεν τον άφηνε να ολοκληρώσει την επιθυμία του. Απλώς συνέχιζε να την κοιτάζει.
Εκείνη δεν τον είχε προσέξει καθόλου, κοίταζε εμπρός το απέναντι τοπίο και ίσως τα πουλιά που πέταγαν στον ουρανό. Κινούνταν αυτάρκης στο χώρο, σίγουρη πάντα για την εντύπωση που προκαλούσε γύρω της, σαν ένα μαχαίρι που έκοβε το τοπίο.
Μέχρι τώρα η ζωή του ήταν ένα κυνηγητό. Τίποτα δεν τον είχε κρατήσει σταθερό σε έναν τόπο. Χωρίς έναν άνθρωπο που να τον νιώσει δικό του, να πονάει για αυτόν, να ταρακουνηθεί από δυνατά συναισθήματα. Είχε τις φάσεις του, τα πάνω και τα κάτω, αλλά δε ρίζωσε πουθενά. Οι τόποι παραμονής του συνεχώς άλλαζαν, λες και κάτι να τον κυνηγούσε, λες και από κάτι να ήθελε να ξεφύγει. Αυτό είχε τις αναπόφευκτες συνέπειες. Δεν προλάβαινε να ριζώνει πουθενά, να κάνει σταθερές και όχι εφήμερες σχέσεις, να δεθεί με τόπους και ανθρώπους. Έφευγε από το ένα μέρος πηγαίνοντας στο άλλο, χωρίς να μεταφέρει στην ουσία αναμνήσεις, χωρίς να φέρνει μέσα του πληγές. Ένα αποδημητικό πουλί, που αφήνει μόνο αχνά τα χνάρια πίσω του.
Ήταν αυτονόητο λοιπόν το κενό που ένιωθε τώρα μέσα του. Λίγο- λίγο άρχιζε να το συνειδητοποιεί, χωρίς όμως να ανιχνεύει ακόμα την αιτία του. Θα ερχόταν κι αυτή η στιγμή; Το ζήτημα είναι αν θα υπήρχαν τότε τα περιθώρια αυτό το κενό να γεμίσει με κάτι. Αυτό ήταν εντελώς απροσδιόριστο προς το παρόν.
Τώρα η εικόνα της κοπέλας για πρώτη φορά κάτι καινούργιο του προκαλούσε. Ξύπναγε μέσα του ξεχασμένα ή και άγνωστα συναισθήματα, αδιόρατες μακρινές αναμνήσεις. Του ήρθε να το βάλει στα πόδια, ένα σήμα κινδύνου χτύπαγε μέσα του λέγοντας
«Φύγε κακομοίρη, φύγε! Θα μπλέξεις».
Όμως τα πόδια του ήταν καρφωμένα στην ίδια ρότα. Δε μπόρεσε να το νικήσει. Άρχιζε να την πλησιάζει. Όταν έφτασε κοντά της τότε και μόνο τότε αυτή ένιωσε την παρουσία του. Δεν έδειξε να αλλάζει τη συμπεριφορά της, συνέχισε να κοιτάζει γύρω της, λες και η παρουσία του δεν την αφορούσε. Της μίλησε.
«Θες να περπατήσουμε λίγο μαζί;»
Ξαφνιασμένη έως ενοχλημένη του απάντησε.
«Για πιο λόγο;»
«Εγώ το θέλω πολύ. Δε μπορώ να σε υποχρεώσω να το κάνεις. Αν το θέλεις όμως λίγο κι εσύ…»
Μικρές στιγμές αμφίπλευρης αμηχανίας. Δευτερόλεπτα που κύλησαν με δυσκολία, τεντωμένα, λες κι ήταν έγκυα.
«Καλά δε θα χαλάσει ο κόσμος! Όμως μη βγάλεις κανένα συμπέρασμα. Πάμε μαζί, απλώς να περπατήσουμε λίγο δίπλα στη θάλασσα».
Αυτός ένιωθε μια ταραχή πρωτόγνωρη. Είχε γνωρίσει γυναίκες και γυναίκες στη ζωή του. Βέβαια όλες ήταν εφήμερες γνωριμίες, ακόμα και αγοραίος έρωτας, αλλά τώρα το προαισθανόταν. Ήταν διαφορετικά Έπρεπε κάτι να πει, να της δείξει την ιδιαίτερη σημασία που είχε γι’ αυτόν, να τη γνωρίσει, να αρπάξει αυτή τη μοναδική ευκαιρία που του έτυχε. Πως όμως; Η γλώσσα του λες κι είχε δεθεί κόμπος. Το μυαλό του να μην κατεβάζει καμιά ιδέα. Έτσι αμίλητοι περπάτησαν κάπου αρκετά μέτρα.
Γύρισε το κεφάλι της προς αυτόν και με φωνή που μόλις την άκουσε του είπε
«Λοιπόν;»
Μέσα του ταρακουνιόταν από μια τρικυμία. Είμαι πια σαράντα δύο χρόνων. Πόσες άλλες ευκαιρίες θα παρουσιαστούν; Έπρεπε να είναι άμεσος. Χωρίς εισαγωγές και φιοριτούρες.
«Θέλεις να ζήσουμε μαζί;»
« Τι; Είσαι τρελός άνθρωπέ μου; Γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα;»
« Όχι το εννοώ! Το εννοώ κανονικά Αν μου πεις όχι, εντάξει θα φύγω. Δε θα σε ξαναενοχλήσω. Θα φύγω, θα απομακρύνομαι μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου! Δεν θέλω να συνεχίσω πια αυτή τη μοναχική ζωή»
Αυτή η αμεσότητά του, ο κοφτός τόνος της φωνής του, η αποφασιστικότητα που έκρυβε μέσα του της κίνησαν την περιέργεια.
« Μα δεν ξέρεις τίποτα για μένα. Κι εγώ δεν ξέρω τίποτα για σένα. Γίνονται έτσι τα πράγματα;»
« Έτσι νιώθω, έτσι κάνω!»
Άρχισε να της ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής του.. Να εξομολογείται όσα μπουκωμένα ήταν μέσα του. Άκουγε να της λέει πράγματα που ούτε στον εαυτό του δεν είχε ποτέ ομολογήσει. Όχι λόγια του αέρα. Καθώς τα ξεστόμιζε και έμπαιναν και στα δικά του αυτιά ερχόταν η συνειδητοποίηση της αλήθειας τους, της πραγματικής ύπαρξής τους. Μίλαγε, μίλαγε συνέχεια όσο ποτέ μέχρι τώρα δεν το είχε κάνει. Καθώς έβγαζε, από μέσα του αυτό το σωρευμένο βάρος άρχισε να νιώθει ότι έφευγε σιγά- σιγά από πάνω του, λες κι ένας αόρατος μάστορας γκρέμιζε λίγο- λίγο τον τοίχο που του έκλεινε το απέναντι τοπίο, λες κι ο βρόχος που του έσφιγγε το λαιμό όλα αυτά τα χρόνια γινόταν όλο και πιο χαλαρός και άρχιζε να παίρνει τις πρώτες κανονικές ανάσες. Εκείνη αμίλητη τον άκουγε συνέχεια, προσηλωμένη σ’ αυτόν, χωρίς όμως να κάνει ερωτήσεις ή κάποιο σχόλιο.
Ενώ η απόσταση που είχαν διανύσει όλο και μεγάλωνε, αυτός ένιωθε ανάλαφρος, ξεκούραστος λες και μόλις είχε ξυπνήσει από έναν πολύωρο και ήσυχο ύπνο.
Ένιωθε το πλησίασμα που δημιουργούσε η εξομολόγησή του κι αυτό τον γέμιζε με ελπίδα ότι τουλάχιστον δε θα δραπετεύσει απότομα από κοντά του για να χαθεί οριστικά.
Είχε κατορθώσει χωρίς να το καταλάβει να δημιουργήσει τον πρώτο ιστό της αράχνης που θα τους κρατούσε προς το παρόν δεμένους. Αλήθεια αυτή η αμίλητη σφίγγα τι ένιωθε μέσα της; Η μόνη αντίδρασή της ήταν κάτι σύντομες και φευγαλέες ματιές προς εκείνον. Δε μπορούσε αυτός να καταλάβει και τη δική της εσωτερική τρικυμία Ναι, τρικυμία! Το συναντούσε για πρώτη φορά. Ποτέ κάποιος άντρας δεν την είχε πλησιάσει τόσο άμεσα, ποτέ κάποιος άνθρωπος δεν είχε ξεγυμνώσει έτσι ολοκληρωτικά την ψυχή του μπροστά της.
Αυτό δεν μπορούσε να την αφήσει αδιάφορη. Αντίθετα τη γέμιζε με πρωτόγνωρα αισθήματα. Άρχισε να τον παρατηρεί με άλλο μάτι. Όχι, όχι δεν της ήταν αδιάφορος. Δεν ήταν δοσμένη οριστικά σε κάτι μέχρι τώρα. Ο δρόμος μπροστά τους εκ πρώτης όψεως ήταν ανοιχτός. Του είπε κάποια στιγμή:
«Ας κάτσουμε κάπου. Θα ήθελα λίγο νερό!»
Για αυτόν η επιθυμία της ήταν διαταγή. Κοίταξε γύρω του και σε μικρή απόσταση είδε ένα καφενείο-κιόσκι. Την οδήγησε εκεί και κάθισαν σ’ ένα τραπέζι. Αυτός ένιωθε γεμάτος, αυτή ήταν κυριευμένη από μια πιεστική περιέργεια. Από μέσα της αναρωτιόταν για τα επόμενα βήματα. Μήπως από την αρχή έκανε λάθος; Μήπως του έδωσε την εντύπωση της εύκολης, της διαθέσιμης για μια σύντομη περιπέτεια, Θα ήταν άδικη παρεξήγηση κάτι τέτοιο γιατί δεν θα περιέγραφε τις προθέσεις, ούτε τον χαρακτήρα της.
Αυτός είχε χάσει το μέτρο. Ένιωθε τόσο γεμάτος που δεν ήταν ικανός για λογικές σκέψεις, μόνο για όνειρα μελλοντικών ευτυχισμένων στιγμών, που από δω και πέρα θα έρχονταν στη ζωή του. Πως μια τυχαία στιγμή, μια αναπάντεχη συνάντηση, μια καινούργια εικόνα, μπορεί να αλλάξει τη ζωή ενός ανθρώπου! Όχι μόνο για αυτόν αλλά και για εκείνην.. Το λέει η παροιμία
Όσα φέρνει η στιγμή δε φέρνει ο χρόνος όλος.
Ήταν και για τους δυο μια νέα χρήσιμη γνώση. Κοίταζαν τώρα το χρόνο που θα ερχόταν με μια άλλη αισιόδοξη ματιά. Το ξύπνημα μιας καινούριας μέρας.
Νοέμβριος 2008
