Φρέσκα

Δάκρυα

του Αργύρη Νικολάου

 

Δυο Ουκρανές, η μία δασκάλα η άλλη καθηγήτρια, συνοδευμένες από το φίλο που τους φιλοξενούσε, έφτασαν στην πόρτα του. Διακριτικές, επέμεναν να καθίσουν στο μπαλκόνι. Περάστε μέσα, τις ενθάρρυνε αυτός. Να βγάλουν τα παπούτσια, αυτές, μα τι λέτε, αυτός. Η συνεννόηση έγινε με τα λίγα ρώσικα που ήξερε ο φίλος.

Κάποια στιγμή σηκώθηκε η μία, κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη, ακούμπησε τα βιβλία και άρχισε να κλαίει. Μόλις έμαθε, τον πληροφόρησε ο φίλος, πως το σπίτι της στο Κίεβο κάηκε. Θυμήθηκα αυτό που γράφει ο Βόνεγκτατ στο «Σφαγείο νούμερο πέντε» για ένα γιο που έψαχνε τον πατέρα του λίγο μετά το βομβαρδισμό της Δρέσδης στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τον βρήκε να κλαίει γοερά πάνω στα ερείπια της κατεστραμμένης βιβλιοθήκης της, και σε αντιδιαστολή, ένα δικό μας δήμαρχο της μεταπολίτευσης που έβαλε τα συνεργεία να πετάνε τα βιβλία της δημοτικής βιβλιοθήκης απ’ το παράθυρο στον κάδο απορριμμάτων γιατί έκρινε πως ο χώρος όπου αυτή στεγαζόταν ήταν πιο κατάλληλος για χώρος συνεδριάσεων του δημοτικού συμβουλίου. Κι ούτε που φρόντισε ο άθλιος για μεταστέγασή της. Μου το αφηγήθηκε ένας φίλος που μικρός επωφελήθηκε απ’ αυτή και ήταν μάρτυρας της καταστροφής της.