Το χελιδόνι κι ο αητός
της Βιτάλια Ζίμμερ
Ώσπου μια μέρα είδα έναν αητό να ίπταται, όπως οι Θεοί που φτιάξαν τον κόσμο μας και κόσμους άλλους, που ποτέ μας δεν θα δούμε. Τα φτερά του είναι ανοιχτά, τον αιθέρα τιθασεύει, πάνω στα ζεστά τα ρεύματα σχεδόν ακίνητος εκεί όπου το βλέμμα γαληνεύει. Κι εκεί που νόμισα πως είναι αρπαχτικό που έλεος δεν δείχνει, είδα μια αγκαλιά μεγάλη, σαν εκείνη του πατέρα την σπάνια αγκαλιά που θέρμη μεγάλη έχει. Με τα κοφτερά του νύχια κρατούσε ένα χελιδόνι, με αγάπη χωρίς πληγές να κάνει, ταξίδι το πήγαινε εκεί που δεν ζούνε οι νεκροί, ούτε οι πεθαμένοι. Και το χελιδόνι άφησε δίπλα σε ένα ήμερο καταγάλανο ποτάμι, που όταν το κοίταζες πολύ, τον ήσυχο ουρανό σου θύμιζε μονάχα.
Λίγο νερό θέλησαν να πιούν μετά από τόση κούραση, μετά απ’ το ταξίδι το μεγάλο. Μα σαν έσκυψαν είδαν την αλήθεια. Το χελιδόνι είδε τον εαυτό του σαν αετό μεσήλικα σοφό και ο αετός είδε ξανά τον εαυτό του, όταν κι εκείνος ήταν ένα τραυματισμένο χελιδόνι.
Ένα φτερούγισμα ακούστηκε. Το χελιδόνι πέταξε λίγο ψηλότερα από όσο θα μπορούσε και αητός λίγο πιο χαμηλά, από όσο εκείνος ξέρει. Για πάντα…
