Μάρκ Σαγκάλ, ο ζωγράφος του φεγγαριού!
Γεννημένος στις 7 Ιουλίου του 1887 στο Βίτεμπσκ της σημερινής Λευκορωσίας, ο Μάρκ Σαγκάλ θα γράψει για τον πατέρα του: «Πόσες δυσκολίες πέρασε ο πατέρας μου μ’ εμάς, τα εννιά παιδιά του, και, παρ’ όλα αυτά, ήταν πάντα γεμάτος αγάπη και με τον τρόπο του ήταν ένας ποιητής. Χάρη σ’ αυτόν ένιωσα για πρώτη φορά την ποίηση σε αυτόν τον κόσμο. Μετά την ξαναένιωσα κοιτώντας τις νύχτες τον σκοτεινό ουρανό. Μετά έμαθα πως υπάρχει κι άλλος κόσμος, αυτός του ονείρου. Και αυτό μου έφερε δάκρυα στα μάτια. Τόσο πολύ συγκινήθηκα… Και έτσι ξεκίνησα να ζωγραφίζω...».
Στα έργα του, που τα χαρακτηρίζει το έντονο προσωπικό στοιχείο, καθώς και μια «απλοϊκή» ιδιομορφία, συναντώνται η ποίηση και η φαντασία σε μια προσπάθεια αποκάλυψης της εσωτερικής πραγματικότητας της ψυχής:
Όλοι ξέρουμε ότι ο καλός άνθρωπος δεν είναι απαραίτητα και καλός καλλιτέχνης. Κανείς, όμως, δεν θα γίνει γνήσιος καλλιτέχνης, αν δεν είναι σπουδαίος άνθρωπος, και επομένως καλός… όλες αυτές οι σχολές και τα κινήματα που τους δίνουν και ονόματα με θλίβουν και με περιορίζουν.. Για μένα η τέχνη είναι κυρίως μια ψυχική κατάσταση.. Με μόνη παρέα το χρόνο δακρύζω αληθινά μπροστά στους πίνακες μου. Εκεί θα μείνουν οι ρυτίδες μου, η χλωμή μου όψη, εκεί θα τυπωθεί για πάντα η ρευστή ψυχή μου.. Όλα μπορούν ν’ αλλάξουν στον αποθαρρημένο κόσμο μας, εκτός από την καρδιά, την αγάπη του ανθρώπου και τη φιλοδοξία του να γνωρίσει το «θείο».
Γράφεται στη σχολή ζωγραφικής του Γεχούντα Πεν, στο Βίτεμπσκ, και το 1906 μετακομίζει στην Αγία Πετρούπολη, όπου και κερδίζει υποτροφία για σπουδές στη σχολή Svanseva δίπλα στον εκπρόσωπο του συμβολισμού και περίφημο σκηνογράφο Λέον Μπακστ. Στα πρώτα του έργα συναντάμε θέματα που θα τον απασχολήσουν και στη συνέχεια, όπως αγροτικές σκηνές ή άλλες, εμπνευσμένες από τη ζωή στην ύπαιθρο και στην επαρχία. Στο τέλος του καλοκαιριού του 1909 θα γνωρίσει την Μπέλα Ρόζενφελντ, μούσα και μεγάλο έρωτα της ζωής του, που μόλις είχε επιστρέψει από ένα ταξίδι στο Βερολίνο και τη Βιέννη. Θα την παντρευτεί το 1915 και θα ζήσουν μαζί μέχρι τον θάνατό της, στις 2 Σεπτεμβρίου 1944. «Τα χέρια μου διπλώνονται και σκύβουν / Για να ζωγραφίσουν τη σύντομη ζωή σου / Το στόμα μου και η καρδιά μου ανοίγουν / Ώστε η προσευχή μου να έρθει κοντά σου…» θα γράψει για εκείνη.
Αν και επηρεασμένος από τα ρεύματα της εποχής του, ο Σαγκάλ δεν αισθάνεται την ανάγκη να ενταχθεί σε κάποιο από αυτά. «Κάτω ο νατουραλισμός, ο ιμπρεσιονισμός και ο ρεαλιστικός κυβισμός. Με θλίβουν και με περιορίζουν.[…] Για μένα η τέχνη είναι κυρίως μια ψυχική κατάσταση» θα γράψει στο βιβλίο του «Η ζωή μου».
Το ξεκίνημα στο Παρίσι.
Το 1910, μετά από τρεις μέρες ταξίδι, ο ζωγράφος φτάνει στο Παρίσι. Οι φρουροί τον σταματούν, φοβούμενοι ότι έχει ψείρες. Ψείρες δεν έχει, όπως ούτε και χρήματα. Δεν μιλά γαλλικά, είναι όμως πια πολύ μακριά για να γυρίσει πίσω. Επισκέπτεται το Λούβρο, μαγεύεται και αποφασίζει να μείνει. Αλλάζει το όνομά του από Μοσέ Σεγκάλ σε Μαρκ Σαγκάλ και γίνεται Γάλλος ζωγράφος. Έρχεται σε επαφή με το έργο εκπροσώπων της πρωτοπορίας, όπως οι ιμπρεσιονιστές Πολ Γκογκέν, Βίνσεντ βαν Γκογκ και Ανρί Ματίς, ενώ σε κάποια έργα του διαφαίνονται επιρροές από τον κυβισμό και πρωτίστως από τον Ρομπέρ Ντελονέ. Οι ζωγράφοι τον αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη, οι ποιητές, όμως, με επικεφαλής τον Απολινέρ, αναγνωρίζουν την ποιητική διάθεση και την ιδιαιτερότητα των έργων του. «Ο Σαγκάλ συντέλεσε στη συγχώνευση της ποίησης και των πλαστικών τεχνών. Ο μεταφορικός λόγος, χάρη σ’ αυτόν, κάνει τη θριαμβευτική του είσοδο στη μοντέρνα ζωγραφική και τη σημαδεύει» έλεγε ο Αντρέ Μπρετόν.
Τον Σαγκάλ αγκαλιάζουν και οι Γερμανοί εξπρεσιονιστές της διάσημης επιθεώρησης τέχνης «Der Sturm». Ο εκδότης της, Χέρβαρτ Βάλντεν, με προτροπή του Απολινέρ, οργανώνει με μεγάλη επιτυχία το 1914 στο Βερολίνο την πρώτη ατομική έκθεση του Σαγκάλ, η οποία συντέλεσε στη διάδοση του εξπρεσιονισμού. .
Η πιο ευτυχισμένη περίοδος..
Την ίδια χρονιά επισκέπτεται το Βίτεμπσκ και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος παρατείνει την παραμονή του εκεί. Μετά τη Ρωσική Επανάσταση, ο γνωστός του από το Παρίσι και υπεύθυνος για θέματα πολιτισμού, Ανατόλι Λουνατσάρσκι, τον τοποθετεί στη θέση του επιτρόπου Καλών Τεχνών στο Βίτεμπσκ. Οργανώνει εκθέσεις, καταφέρνει να επαναλειτουργήσει η Σχολή Καλών Τεχνών της πόλης με διακεκριμένους δασκάλους, όπως ο Ελ Λισίτσκι και ο Καζιμίρ Μαλέβιτς, και, έχοντας διαφωνίες με τις πρακτικές της επανάστασης όσον αφορά τα ζητήματα τέχνης, παραιτείται το 1920. Μετακομίζει στη Μόσχα και αναλαμβάνει τη διακόσμηση του Εβραϊκού της Θεάτρου. Επιστρέφει στο αγαπημένο του Παρίσι το 1923, όπου διανύει την πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του. Το 1924 πραγματοποιεί εκεί την πρώτη του αναδρομική έκθεση και το 1925-6 ακολουθεί η πρώτη του ατομική έκθεση στη Νέα Υόρκη.
Η ασυναγώνιστη ομορφιά των λουλουδιών..
Ο Σαγκάλ ζωγραφίζει ό,τι τον συγκινεί, τα έργα του ταξιδεύουν τον θεατή στον κόσμο των παραμυθιών, συνδυάζοντας ποιητικά το πραγματικό με το φανταστικό. Εμπνέεται από το ρωσικό και εβραϊκό φολκλόρ, τους θρύλους, τα λαϊκά μοιρολόγια. Αγαπημένο του θέμα είναι τα λουλούδια. «Τέχνη είναι η αδιάκοπη προσπάθεια να συναγωνιστούμε την ομορφιά των λουλουδιών, χωρίς ποτέ να το κατορθώσουμε» έλεγε χαρακτηριστικά. Οι πίνακές του, ακόμα και οι πιο «σκοτεινοί» που ζωγράφισε κατά τη διάρκεια του πολέμου, είναι γεμάτοι χρώματα. «Ο Σαγκάλ είναι εξαιρετικά ταλαντούχος κολορίστας. Καταπιάνεται με πάθος με όλα όσα του υπαγορεύει η μυστικιστική ειδωλολατρική φαντασία του. Η τέχνη του είναι εξαιρετικά αισθησιακή» θα πει ο Γκιγιόμ Απολινέρ, ενώ τα ύστερα έργα του θα κάνουν τον Πικάσο να ισχυριστεί ότι «όταν πεθάνει ο Ματίς, ο Σαγκάλ θα μείνει ως ο μοναδικός ζωγράφος που ξέρει τι είναι χρώμα».
«Ο Σαγκάλ είναι ένας ρεαλιστής καλλιτέχνης που ζωγραφίζει με ακρίβεια ό,τι βλέπει γύρω του και βλέπει αγελάδες στα κεραμίδια, κοκόρια στην αυλή του χωριού του, βλέπει τη γυναίκα του να πετάει μαζί του στον ουρανό και τον βιολιστή στη στέγη. Δεν μπορεί να διαχωρίσει ο ίδιος την ποίηση από τη ζωγραφική. Άλλοτε την περιγράφει σε ποιήματα και άλλοτε σε χρώματα. Οι φαινομενικές υπερβάσεις δεν τον ενοχλούν ούτε τον απασχολούν. Πιστεύει ότι αυτό που κάνει είναι αληθινό και δεν δίνει εξηγήσεις για τίποτα. Αν και δεν γίνεται κατανοητό, είναι σίγουρα δικό μας πρόβλημα. Το ταλέντο του είναι τόσο μεγάλο και ιδιόμορφο, ώστε δικαιώνει απόλυτα το έργο του» επισημαίνει ο ακαδημαϊκός και ζωγράφος Δημήτρης Μυταράς στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης των ποιημάτων του ζωγράφου…
Ο Βιολιστής ήταν ένα θέμα από την πατρίδα του που συχνά επανέρχεται στο έργο του Μαρκ Σαγκάλ ως “Πράσινος βιολιστής”, “Μπλε βιολιστής” και “Βιολιστής στη στέγη”. Ο τελευταίος, έργο που ζωγράφισε στην Αγία Πετρούπολη, ενέπνευσε και τη μεγάλη θεατρική παραγωγή μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ με τον ίδιο τίτλο που αργότερα έγινε και ταινία.
πηγή: Αναδημοσίευση απο lifo

