Μικροδιηγήματα (46)…
Στέλλα Ἀλεξοπούλου…Βυζαντινὸς καφές
ΌΤΑΝ ΕΡΧΟΤΑΝ κουτσαίνοντας, ἔρριχνε ἀδιόρατη σκιά, παρ’ ὅλο ποὺ ἦταν πάντα χαμογελαστή, πρόθυμη, εὐγενική, προπάντων «κυρία». Ἀπέπνεε πράσινο σαπούνι, τὴν γυαλάδα καὶ τὴν φθορὰ φτώχειας ἀξιοπρεποῦς μ’ ἕνα φτηνὸ μαῦρο, βαμβακερὸ φόρεμα ὅλο το καλοκαίρι —τό ’χε τάμα, πενθοῦσε μέχρι τὸν Δεκαπενταύγουστο— καὶ τὸν χειμώνα μ’ ἕναν πλεκτὸ μπερὲ φορεμένο στραβὰ στὸ λίγο γερτὸ κεφάλι της καθώς, κουτσαίνοντας, πήγαινε στὶς διάφορες δουλειὲς μὲ βροχή, μὲ κρύο, μὲ ζέστη.
Ἦταν ἐξαιρετικὴ μαγείρισσα· σοῦ ἔπλεκε καὶ σοῦ ἔρραβε ὅ,τι παράγγελνες· φύλαγε τὰ μικρὰ παιδιὰ τὰ Σάββατα ὅταν καμμιὰ φορὰ οἱ γονεῖς των ξενυχτοῦσαν καὶ οἱ νοικοκυρὲς τὴν καλοῦσαν γιὰ νὰ τὶς βοηθήσει, γιατὶ ἦταν τίμια, διακριτική, σωστὴ στὴ δουλειά της καὶ ἔπαιρνε λίγα. Κάθε Κυριακὴ τὴν ἔβλεπες ν’ ἀνεβαίνει, σὰν πλοῖο ἕτοιμο νὰ μπατάρει, τὰ σκαλοπάτια τῆς ἐκκλησίας καὶ τὴν ἔβρισκες μετὰ καθισμένη στὸ ἴδιο στασίδι.
Πάντα ὅταν δούλευε ἔκανε ἕνα μικρὸ διάλειμμα καὶ ἔφτιαχνε τὸν τούρκικο καφέ, ὅπως τὸν λέγαμε τότε, ποὺ ἐκείνη, ὅμως, τὸν ἔλεγε βυζαντινό, καὶ διάβαζε στὸ φλιτζάνι σου πὼς μεγάλη πόρτα θὰ διαβεῖς. Χειμώνα-Καλοκαίρι, χαράματα καὶ μεσάνυχτα, πρῶτο καὶ τελευταῖο, στρέφονταν στὴν Ἀνατολή, ἔλεγε τὴν προσευχή της. Ἔτσι τὴν εἶχε μάθει στὴν Σμύρνη ἡ μάνα της καὶ ὅταν ἔφτασε τὸ ’22 στὴν Μυτιλήνη ὀρφανὸ σακατεμένο —ποτὲ τὸν σπασμένο γοφό της δὲν τὸν χειρούργησαν σωστά— στὴν Ἀνατολὴ στρέφονταν στὴν ἐναπομείνασα οἰκογένειά της: τὸν Κύριον Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, τὴν Δέσποινα μας Παναγία.
Στὴν Κατοχὴ ἕνας φαντάρος Ἰταλὸς ἦταν ὁ μόνος ποὺ πρόσεξε τὸ κουτσὸ κορίτσι. Τῆς τραγουδοῦσε Ἰταλικὲς κανσονέτες, θὰ τὴν παντρεύονταν, θὰ τὴν ἔπαιρνε στὴν Ἰταλία, τὸ πλοῖο του ὅμως βυθίστηκε αὔτανδρο. Ποτὲ δὲν ἔμαθε λοιπόν, ἂν θὰ κρατοῦσε τὴν ὑπόσχεσή του. Στὴν τσάντα της εἶχε μιὰ φωτογραφία κιτρινισμένη μαζί του ἀγκαλιά – ἔδειχνε ἀναπάντεχα ὄμορφη.
Σιγὰ-σιγὰ γερνοῦσε, δὲν ἔβλεπε – ἕνας καταρράχτης ποὺ δὲν εἶχε λεφτά, ὅπως τότε, παιδί, μὲ τὸν γοφό της, νὰ τὸν χειρουργήσουν. Ἕνα ἑξάχρονο προσφυγόπουλο ἀπὸ τὴν Μικρασία στὰ τόσα ὀρφανὰ τὸ ’22. Μὲ «Τὸ Τέλος τῆς Ἱστορίας», τὸ 1992, μιὰ ἀκόμη γριά, ποὺ τῆς ἔκαναν ἔξωση ἀπὸ τὸ παμπάλαιο σπιτάκι πού ’μενε σαράντα χρόνια, γιατὶ τὸ ἔδιναν ἀντιπαροχή. Κοιμόταν σὲ ὅσα σπίτια τῆς ἔδιναν ἀκόμη δουλειὰ καί, μὲ λύπηση καὶ μισοκρυμμένη δυσφορία, τῆς παραχωροῦσαν τὸν καναπὲ γιὰ ἕνα βραδὺ ἀπ’ὅπου σηκωνόταν πρωὶ-πρωί, βιαστικά, ἔνοχα, θαρροῦσες. Ἔκανε ζημιές, δὲν μποροῦσε νὰ ράψει, δὲν προλάβαινε τὰ παιδάκια. Σιγὰ-σιγὰ σταματήσαμε κι ἐμεῖς νὰ τὴν παίρνουμε γιὰ δουλειὲς – ἦταν ἀσύμφορο.
Ἀρκετὸ καιρὸ ἀργότερα, λίγο πρὶν τὰ Χριστούγεννα τοῦ ’96, πῆγα νὰ τὴν δῶ, ὅταν μου εἶπαν πὼς μὲ ζήτησε. Τὴν εἶχε περιμαζέψει μιὰ συγγενὴς γερόντισσα. Τὴν βρῆκα ζαρωμένη σ’ ἕνα σιδερένιο κρεβάτι, πολὺ χλωμή, μικροσκοπική. Χαμογελώντας μοῦ εἶπε:
Θυμᾶσαι πὼς σοῦ ἔλεγα ὅτι στὸ φλιτζάνι σου ἔβλεπα στέφανα, θὰ σὲ πάρει; Γιατί δὲν τὸν πῆρες κόρη μου; Ἦταν καλὸς ὁ Λουτσιάνο. Αὐτὸς σὲ ἤθελε κι ἐσὺ δὲν τοῦ εἶπες τὸ ναί. Κι αὐτὸς πάει. Πέθανε.
Ἄχ, παιδάκι μου, πονάει τὸ πόδι σου; Τί ἔπαθες παιδί μου! Τί σοῦ ’καναν οἱ τρισκατάρατοι! Παιδὶ πράμα καὶ τοὺς εἶδες λύκους τὴν μανούλα σου γελώντας νὰ βιάζουν πεθαμένη…
Σὲ θυμᾶμαι παιδί μου νὰ κλαῖς:
Ποῦ εἶναι ἡ μαμά μου; Θέλω τὴ μαμά μου! Πῆραν τὴν μαμά μου! Ποῦ τὴν πάνε;
Ὅλη νύχτα ἔκλαιγες τὸ καημένο, δὲν ἔλεγες νὰ ἡσυχάσεις, σπάραξε ἡ καρδιά μου, ὥσπου σὲ σταύρωσα ἐγὼ καὶ σοῦ εἶπα: Ἐκεῖ εἶναι ἡ Ἀνατολή, ἐκεῖ εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ μάνα μας ἡ Παναγία.
Θυμᾶσαι παιδί μου; Θυμᾶσαι;
Τῆς εἶπα πὼς ναί θυμᾶμαι καὶ ὅτι σὲ λίγο θὰ γινόταν καλλύτερα καὶ θὰ μοῦ ’φτιαχνε πάλι τὸν βυζαντινὸ καφέ της καὶ θὰ μοῦ τὸν διάβαζε.
Χαμογελοῦσε συνέχεια καὶ μοῦ ’λέγε:
Ἤσουν καλὸ παιδάκι καὶ τί σοῦ ’καναν! Μοῦ μαύρισε ἡ καρδιά! Γιατί δὲν τὸν πῆρες κορίτσι μου; Γιατί;
Τῆς κράτησα γιὰ λίγο τὰ χέρια, τῆς εἶπα ὅτι θὰ ξαναρχόμουν καί, πράγματι, λίγες μέρες ἀργότερα τὴν εἶδα μιὰ παγερὴ γεναριάτικη μέρα στὴν ἐκκλησία. Στὸ φέρετρό της. Ἦταν ξέσκεπο κατὰ τὸ ὀρθόδοξο τυπικὸ καὶ ἡ καρδιά μου πῆγε στὴ θέση της, γιατὶ ἔβλεπε στὴν Ἀνατολή.
.
Στέλλα Ἀλεξοπούλου (Καράτσι Πακιστάν, 1948). Σπούδασε Φιλοσοφία καὶ Ἀγγλικὴ Φιλολογία στὴν Φιλοσοφικὴ σχολὴ Ἀθηνῶν. Ἔκανε μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὴν Ἀγγλικὴ Λογοτεχνία καὶ Γλωσσολογία στὰ Πανεπιστήμια Oxford, Lancaster, καὶ East Anglia τῆς Ἀγγλίας. Ἐργάσθηκε ὡς ἐκπαιδευτικὸς στὴν τριτοβάθμια Ἐκπαίδευση. Μετέφρασε γιὰ τὴ σειρὰ «Ἡ γλώσσα τῆς κριτικῆς» τὸ ἔργο Συμβολισμός τοῦ Chadwick (Ἑρμῆς, Ἀθήνα 1978). Δημοσίευσε τὶς ποιητικὲς συλλογὲς Δωρεὰν διαδρομή (Ἐρμείας, Ἀθήνα 1991) καὶ Μουσῶν 9 (Πλανόδιον, Ἀθήνα 2002).
Filed under: Αισθήματα-Πάθη,Αλεξοπούλου

