Μικροδιηγήματα (50)…
Γεράσιμος Βῶκος…Μοναξιά
ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΑΥΤΟ ἀκούεται πάντα ὁ δυνατὸς κτύπος ἑνὸς ρωλογιοῦ, ποὺ ἄγνωστον ποῦ εἶνε τοποθετημένον, καὶ ποὺ μετράει, στὴ μικρὴ ὑποδιαίρεση ἑνὸς δευτερολέπτου, τὸν ἀτέρμονα χρόνον. Οἱ διάδρομοι εἶνε ἔρημοι. Στὸ ἕνα δωμάτιον κάθεται ἕνας κύριος, ποὺ εἰς τὰς ὥρας τῆς ζωῆς του εἶνε ἀκριβής, ὅπως τὸ ρωλόγι. Εἰς τὸ ἄλλο ἀντιθέτως κάθεται ἕνας ἄλλος, ποὺ δὲν ἔχει ποτὲ ὡρισμένες ὧρες. Πότε φεύγει γιὰ νὰ φάῃ εἰς τὰς δύο τὸ μεσημέρι, ἄλλοτε στὰς τρεῖς καὶ ἄλλοτε καθόλου, ἕως ὅτου ἔλθῃ τὸ βράδυ.
Εἰς τὰ παραπέρα δωμάτια κάθουνται δύο δημόσιοι ὑπάλληλοι. Δὲν φαίνονται ποτέ, οὔτε ἀκούονται. Ἀργὰ νύχτα ἔρχονται καὶ φεύγουν πρωΐ. Ἀπέναντι, καθὼς στρέφει ὁ διάδρομος, εἰς τὸ βάθος, κατοικεῖ ἕνας γέρος. Κανεὶς δὲν γνωρίζει περὶ αὐτοῦ τί ἦτο εἰς τὴν ζωήν του, διότι δὲν ὁμιλεῖ ποτὲ εἰς κανένα, ἐνῶ εἶνε ὁ μόνος ἐκ τῶν ἐνοίκων, ποὺ φαίνεται εἰς τὸ σπίτι αὐτό, καὶ γυρίζει τοὺς διαδρόμους καὶ ἀνεβοκατεβαίνει τὴ σκάλα.
Ξυπνάει πάντα πρωΐ, σὰν νὰ τὸν ἐτρόμαζαν πολὺ τὰ σκοτάδια τῆς νύχτας καὶ τρέχει νὰ βγῇ στὸ δρόμο γιὰ νὰ ἀποδιώξῃ τὴν ἐντύπωση τῆς μοναξιᾶς, ἡ ὁποία θὰ τὸν ἐνοχλῇ. Κάνει λίγα βήματα στὴ συνοικία, ἀλλὰ γυρίζει γλήγορα σπίτι, γιατί βρίσκει ὅτι ἡ γαλήνη τοῦ σπιτιοῦ του εἶνε προτιμώτερη ἀπὸ τὸ θόρυβο τῶν δρόμων. Πάει στὸ δωμάτιό του, στέκει ὄρθιος χωρὶς νὰ βγάλῃ τὸ καπέλλο του, κοιτάζει τριγύρω του, ἀλλ’ ἡ μοναξιὰ καὶ πάλιν τὸν ἐνοχλεῖ καὶ βγαίνει στὸ δρόμο.
Ὅταν χτυποῦν οἱ καμπάνες τοῦ μεσημεριοῦ γυρίζει πάλιν καὶ προγευματίζει στὸ δωμάτιό του ὁλομόναχος. Καὶ δὲν λέγει ποτὲ λέξιν, δίνει τὶς παραγγελίες του σὲ μιὰ γριὰ ὑπηρέτρια μὲ νεύματα καὶ κατεβαίνει πάλι στὴ σκάλα. Τώρα τὸ καλοκαίρι τραβάει —ἀπὸ τὴ σκιὰ— στὴ δυτικὴ πλευρὰ τοῦ μεγάλου δρόμου, τὸ ἀπόγευμα, καὶ φτάνει σ’ ἕνα μικρὸ συνοικιακὸ καφενεῖο, ὅπου κάθεται σιωπηλὸς περιμένων νὰ ἔλθῃ τὸ γκαρσόνι νὰ τοῦ δώσῃ παραγγελίαν πάντοτε μὲ κινήματα τῆς χειρός. Κοιτάζει ἀορίστως μὲ τὰ κουρασμένα βλέφαρα του πρὸς ἕνα σημεῖον τοῦ δρόμου ἐπὶ ὥρας. Εἶνε ὡραῖα ντυμένος.
Ὅταν ἀρχίζῃ νὰ βραδιάζῃ ἐπιστρέφει στὸ σπίτι του, ἀλλά, ὡς νὰ φοβῆται νὰ τὸ πλησιάσῃ, τὸ τριγυρίζει πρῶτα. Σκέπτεται τὴ μοναξιὰ τῆς νύχτας. Ἄλλα, ὡς νὰ τὸν ἐτρόμαξαν πρόωρα τὰ σκοτάδια τοῦ δρόμου καὶ ὁ ἑσπερινὸς θόρυβος, προτιμᾷ νὰ ἀνέβῃ στὸ δωμάτιό του καὶ τότε γυρίζει ἐκεῖ μέσα σὰν σκιά, ἀνταποκρινόμενος στὶς σκέψεις του, τίς οἶδε ποίας, πρὸς τὸν μονότονον, ρυθμικὸν κτύπον τοῦ ρωλογιοῦ, ποὺ ἀκούεται εἰς ὅλο τὸ σπίτι, πένθιμος τώρα, ὡσὰν νὰ προειδοποιῇ πάντα κάτι κακὸν εἰς τὴν ἐπερχομένην νυκτερινὴν ἀγωνίαν…
Γεράσιμος Βῶκος (Ὕδρα, 1868 – Παρίσι, 1927). Ἀρθρογράφησε στὶς σπουδαιότερες ἀθηναϊκὲς ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς του. Ἔγραψε μελέτες, δοκίμια καὶ λογοτεχικὰ ἔργα. Ἀξιολογότερα ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν Ὁ Κύριος Πρόεδρος (1893, μυθιστόρημα), Τὸ 21 (1901, θεατρικὸ ἔργο), Ἡ Μεγάλη ἰδέα (1901, θεατρικὸ ἔργο), Ἡ κατοχή (ἱστορικὸ, 1905, ποὺ διασκευάστηκε σὲ θεατρικὸ ἔργο καὶ σημείωσε μεγάλη ἐπιτυχία), Ἑλληνικαὶ Συμφωνίαι (1916), Διηγήματα (1923), Ἐκτοπισμένος (1923) κ.ἄ. Ἐπίσης ἵδρυσε καὶ διεύθυνε δύο σημαντικὰ φιλολογικὰ περιοδικὰ: Τὸ περιοδικόν μας (δεκαπενθήμερη ἐπιθεώρηση τοῦ Πειραιᾶ, 1900-1901) καὶ Ὁ Καλλιτέχνης (Ἀθήνα 1910-1912, 1914). Στὴ τελευταία περίοδο τῆς ζωῆς του ἐγκαταστάθηκε στὸ Παρίσι καὶ ἐπιδόθηκε στὴ ζωγραφικὴ μὲ ἀρκετὴ ἐπιτυχία μολονότι αὐτοδίδακτος.
Αναδημοσίευση; https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/category/%
