Ψη αγριογάτεσας εν τω κορτσόπον
Βιτάλια Ζίμμερ
«Γράμμα ερωτικόν»
Με είπες πώς δεν είσαι απ’ αδά, μα είσαι απ’ ακεκά. Να πατ απάν ψυχοκόριτζον, ο χρόνος γέρασε κι ατός και των σχωρεμένων τις ψήες έχειν φροντίσει αναπάγουνταν.
Βαρύ φορτίο διάλεξες στις ίσιες πλάτες σου να φέρεις. Τον αγέλαστον δεν παίζεις μα είσαι αγέλαστη μ’ οργή και περηφάνεια και στέκεσαι μπροστά στο μνήμα των θανόντων. Μην είσαι μάνα; Καλομάνα; υναίκα για αδερφέσα; Ό,τι κι να ’σαι, να ‘σαι περήφανη που όπλισες τα σερνικά, που κάθε βράδυ στο κεφάλι σου στον άδικο τον πόλεμο απάνε. Κι ούτε ένα δακρ δεν έτρεξε, καρδία από λιθάρ την έχεις.
Μα να ξες κι εγώ κατάγομαι από καμμένη γη και φάρα, μπορεί κι εσύ κι εγώ να μην υπήρχαμε. Μα είν’ ο Θεός μεγάλος και τις τύχες μας ορίζει.
Ο Πόντος μας, κράτησε τη γλώσσα και την αρχαία Ελληνική ομορφιά καλά εσφραγισμένη. Γάμους μεταξύ σας κάνατε και σώσατε τα πάντα. Και μες τη δυστυχία σας που για όλους μας ήταν μεγάλη, Ελλαδίτες γίνατε ξανά και θυμηθήκαμε τα λόγια τα παλιά, κι αγάλματα γυναίκες ζωντάνεψαν ξανά, που μόνο ως μάρμαρα τις είχαμε γνωρίσει.
Ψυχοκόριτζον, δεν είμαι ψυχολόγος. Αν ψάχνεις για άντρα είμαι τρανός, αν ψάχνεις πατριό είμαι ψελός κι αν ψάχνεις για αδερφό, τότε δεν θα μπορέσω. Είσαι όμορφη, έξυπνη, αδάμαστη γυναίκα. Πέτυχες τα πάντα, μα κάτι δεν έχεις καταφέρει. Εσύ δεν κάνεις για υναίκα, ανάντιστρη να μείνεις, μα σύντροφο να έχεις. Χρόνο πολύ τον θες, να κάνεις τα δικά σου, χωρίς η ομορφιά σου να ‘ναι τρόπαιο ανδρός. Όλοι να αναρωτιούνται ποιος είναι ο τυχερός, τα χάδια της που κάθε βράδυ έχει και το γλυκό φιλί σου γεύεται και όνειρα γλυκά τα βλέπει. Μα πιο πολύ, απ’ όλα πιο πολύ, να σε κάμει να γελάς με την ψυχή σου. Τα κατορθώματά σου είναι σημαντικά, μα όχι και για μένα. Εγώ βλέπω έναν κορτσόπον κι όχι γυναίκα νάρκισσο, που μπούκλες κάνει τα μαλλιά της σαν αρχαία Ελληνίδα και τέχνη πολλή την βάζει, τα όμορφα τα μάτια της να δείξει.
Ένα καντήλι έχει μια φλόγα ταπεινή, που δάσος ολόκληρο μπορεί να κάψει. Να σε ποθούνε οι πολλοί, μα ένας να σε χαίρεται. Κι όταν σβήσουν τα φώτα της σκηνής, κι ο κόσμος έχει φύγει, να σε περιμένει χαμογελαστός, την ένδοξη τη φορεσιά να βγάλεις και ρούχα απλά να βάλεις, να φύγετε μαζί, χωρίς κανένας να σας δει, τα χέρια σας να είναι ενωμένα.
Τα μαύρα σου πάνε πιο πολύ, τα νύχια σου κι εκείνα μαύρα να τα κάνεις. Σαν είδα σε στη Σαλονίκη, μπροστά στον Πύργο τον Λευκό, κάπως λίγον αναθάρρησα και είδα κορτσόπον μέσα σου.
Θα ‘ρθω στη μέρα μνήμης των Ποντίων να σε δω και μόλις τελειώσουν όλα και φύγει ο λαός, ένα φιλί θα θέλω να σου δώσω. Στο μέτωπο φιλάει ο πατριός, στο μάγουλο ο αδερφός, στο στόμα ο αγαπητικός.
Δεν ξέρω πώς θα σε φιλήσω ακόμα… Ξέρω να δώσω εκείνο το φιλί, που η ομορφιά σου θα πεθάνει δεύτερη, μετά από σένα…
