Της Αναστάσεως το δράμα
Βιτάλια Ζίμμερ.
Το μεσημέρι έφαγαν φακές αλάδωτες και σκόρδο χλωρό, ήπιαν και κρασί χωρίς ποτήρια να τσουγκρίσουν. Το απόγευμα οι κόρες και οι νύφες ξεκίνησαν να καλλωπίζονται για του Επιτάφιου την Περιφορά. Ρούχα καλά, βαψίματα πολλά, παπούτσια που γυαλίζουν, όλα ήταν πάνω στα κρεβάτια. Το σίδερο δυο ώρες έκαιγε, ίσως και άλλη μία, πότε το ‘πιανε η μια, πότε το ‘πιανε η άλλη, όποια προλάβαινε πουκάμισα να σιδερώσει.
Και πήγαν στον Επιτάφιο τα κάλλη τους και τα ακριβά τους ρούχα για να δείξουν. Και σαν γύρισαν στο σπίτι γαρίδες κι αστακό μαζί με καλαμάρια γόνο έφαγαν και το καλό το ακριβό κρασί το άνοιξαν χωρίς όμως ποτήρια κολονάτα να τσουγκρίσουν, σεβόμενοι τα Θεία Πάθη Του.
Την άλλη μέρα που ξημέρωσε, Σάββατο Μεγάλο ήταν, καφέδες έφτιαξαν πολλούς και μοίραζαν σε όλους λες κι ήτανε μνημόσυνο. Θαρρείς που ήταν τα άτομα εικοσιένα σε ένα σπίτι ούτε μεγάλο, ούτε μικρό, μα κάπως χώρεσαν και κάποιοι κοιμήθηκαν στο πάτωμα. Καρέκλα δεν έβρισκαν εύκολα και σε πεζούλες στην αυλή καθόντουσαν. Λίγο μετά ξεκίνησαν οι άντρες τα αρνιά να πάνε να αγοράσουν. Τόσα άτομα δυο αρνιά τα ήθελαν. Έβαλαν το ρεφενέ, μόνο ο παππούς δεν πλήρωσε, πάλι καλά που δεν τον έβαλαν να τα πληρώσει όλα. Και εκεί προς το μεσημέρι, πριν το φαγητό, άρχισαν τη νηστεία καταλύειν, λουκάνικα τα έψησαν στα μουλωχτά, τσίπουρα και μπύρες άρχισαν να πίνουν μαζί με μουσικές, κλαρίνα και μπουζούκια.
Μετά την δωδεκάτη την μεσημβρινή άρχισαν οι χοροί, ο Χριστός έχει αναστηθεί και τα ποτήρια άρχισαν να τα τσουγκρίζουν πάλι. Έφαγαν, ήπιαν, έφαγαν, ήπιαν, μέχρι που έπεσαν στον ύπνο ώρες πολλές, και ξύπνησαν μες την ζαλάδα λίγο πριν το φως τους χαιρετήσει. Και τότε οι γυναίκες άρχισαν ξανά, τα ρούχα τα άλλα να ετοιμάζουν, απόψε άλλα θα φορέσουν, όπως ο άγραφος ο νόμος επιβάλλει.
Την εννάτη βραδυνή ήσαν όλοι έτοιμοι καλοντυμένοι, χτενισμένοι, ξυρισμένοι και βαμμένοι και τα παιδιά ακόμα φορούσαν τα καλά τους και των νονών λαμπάδες κράταγαν, γεμάτοι χαρά για του Κυρίου την Ανάσταση.
Μα τότε όλα άλλαξαν. Ένας συριγμός σιώπησε τα πάντα. Πέθανε ο παππούς. Φτου σου ατυχία, λίγο πριν τον τερματισμό σκοντάψαμε και πάλι. Πανικός στο σπιτικό και όλοι φώναζαν μεγάλη συμφορά μας βρήκε. Κανείς δεν είπε για τον παππού κάτι καλό. Οι νύφες και οι κόρες ούρλιαζαν, πως βρήκε την ώρα να πεθάνει. Τόση ετοιμασία, τόσα έξοδα, τόση χαρά, όλα πήγαν στράφι. Και τα αρνιά τι θα τα κάνουμε;
Μετά ηρέμησαν τα πράγματα και αρχίσαν τις ιδέες. Να μην το πούμε σε κανέναν, να πάμε εκκλησία κι αύριο να ψήσουμε κανονικά μαζί με τους υπόλοιπους. Και άμα ρωτήσουν που είναι ο παππούς, να πούμε πως είναι λίγο αδιάθετος και ξαπλωμένος. Η άλλη η θεούσα το πήρε αλλιώς το θέμα. Να δώσουμε τα αρνιά στου χωριού τον παππά, το κρίμα από πάνω μας να βγάλουμε. Τι λες ανόητη; Αν είναι να τα φάει ο παππάς τα αρνιά, καλύτερη η πρώτη ιδέα. Είπαν ιδέες ανόητες πολλές μα ένας μόνο κουβέντα δεν είχε πει. Στο τέλος μίλησε ο έξυπνος.
Αν κάνουμε τους αδιάφορους θα μαθευτεί και γενεές σαράντα θα μας θυμάται το χωριό. Ας πούμε ότι πέθανε ο παππούς και ας δώσουμε τα αρνιά στην εκκλησία, όλοι θα το εκτιμήσουν. Φορτώνουμε και τον παππού, έτσι κι αλλιώς κηδεία τώρα δεν θα γίνει. Από Δευτέρα ή Τρίτη θα τον θάψουμε. Το βράδυ θα φύγουμε κρυφά σε άλλους τόπους χωριστούς να πάμε. Ο καθένας με την οικογένειά του.
Πάσχα να κάνουμε εφέτος, έστω χωριστά και το αρνί μας να το φάμε.
