Φρέσκα

Γιάννης Παλαβός…«το παιδί»

Ο Γιάννης…απόσπασμα

❀❀❀

 

ΟΤΑΝ ΜΑΘΑΜΕ πριν από δύο μέρες ότι ο Γιάννης είναι στο νοσοκομείο -δηλητηρίαση, λιστέρια στα μαρούλια, τον βρήκε διπλωμένο ο ταχυδρόμος- , όταν μας τηλεφώνησαν ότι είναι στην εντατική, ο νους μου, κι ο δικός μου κι όλων στο χωριό, πήγε στα ψέματά του. Και λέω όλων, γιατί κανένας -ακόμα κι οι λίγοι που τον έπαιρναν στο ψιλό, που τον έλεγαν σαλεμένο-, κανένας δεν τον αποστρεφόταν. Απεναντίας : τον καλούσαν σε τσιμπούσια και συλλείτουργα, τον πότιζαν ρακί κι αυτός κούρδιζε το λαούτο κι άρχιζε τις ιστορίες. Ήταν λατέρνα ζωντανή, αλλά δεν ήταν ξένο σώμα. Δεν ήταν περίγελος. Ο Γιάννης ήταν ο αφηγητής, εστία με φωτιά, ο κόσμος ζέσταινε τα χέρια του. Έτσι και κάποιος τον κορόιδευε, οι υπόλοιποι έμπαιναν στη μέση. Ήταν σαν πείραγμα απαραίτητος κι αν έλειπε άλλοι έπιαναν τους άθλους του, μιμούνταν τη φωνή του. Κι εγώ που τώρα κρατώ το τιμόνι, που μόλις πέρασα τη λίμνη ανεβαίνοντας στην Κοζάνη για το Μαμάτσειο, κι η Άννα, η γυναίκα μου, που δίπλα μου κοιτάζει απ’ το παράθυρο τα σταροχώραφα, σκαλίζουνε σιωπηλά τις ιστορίες του. Και θυμάμαι : πώς κάποτε στα Λιβάδια προς το Καταφύγι είδε, νύχτα, τις Πιερίδες Μούσες και χόρεψε μαζί τους συγκαθιστό. Πώς, για να σπρώξει το αλέτρι του που ΄χε κολλήσει στις λάσπες, έτρεξε στην κορυφή του βουνού να πάρει φόρα και το αλέτρι βρέθηκε στα Ίμερα. Πώς πάλεψε σ’ ένα γκιλτζίκι μ’ έναν βάτραχο μισό μέτρο, τον νίκησε κι ύστερα τον έστειλε στα Γιάννενα, στην ταβέρνα ενός γνωστού του. Αλλά απ ‘ όλες τις ιστορίες, απ ‘ όλες τις φαντασίες του, ξαναπιάνω αυτή που από προχθές, από το τηλεφώνημα, συνέχεια κλωθογυρίζω στο μυαλό μου. Αυτή που ‘χα ακούσει παιδί κι άκουσα έκτοτε να τη λέει και σ’ άλλα παιδιά, και στα παιδιά τα δικά μου, στην πλατεία και στην καφετέρια και στην ψησταριά. Ήμουν οχτώ χρονών και του πήγα με το κανάτι γάλα απ’ την αγελάδα μας. Καθόταν στην σάλα με το φανελάκι, μ΄έναν ξεθυμασμένο ανεμιστήρα στο πρόσωπο. Έτρωγε κεράσια από μια γαβάθα. Ήταν τότε πενηντάρης. Δεν δούλευε πια, η λίμνη του ‘χε πάρει τα κτήματα. Είχε χτιστεί το φράγμα, ο Αλιάκμονας πλημμύρισε στον κάμπο. Απ’ τα εξήντα στρέμματα του είχαν μείνει δύο, στην όχθη της λίμνης. Κάτω απ’ το νερό είχαν θαφτεί οι αγροί με το κριθάρι, ένα μικρό μαντρί και το σπίτι όπου ξεκουράζονταν οικογενειακώς όταν βράδιαζε και δεν πρόφταιναν ν’ ανηφορίσουν στο χωριό. Όλ’ αυτά τα απαλλοτρίωσε η ΔΕΗ για το έργο. Ο Γιάννης ζούσε με τα λεφτά της αποζημίωσης. Η γυναίκα του είχε πεθάνει, ο γιος του σπούδαζε στην Αθήνα. Είχε στήσει πίσω από το πατρικό του ένα μποστάνι, τρεφόταν κυρίως με τα λαχανικά του – αυτά που τώρα, σ’ αυτή την ηλικία, δεν εννοεί να παρατήσει και τον έστειλαν στο νοσοκομείο. Έβγαζε ψιλά πουλώντας στο παζάρι κάθε Σάββατο μυρωδικά απ’  το φαράγγι – δυόσμο και μέντα, ανέβαινε και τα ‘δενε σε δροσερά ματσάκια. Για να περνάει την ώρα, πήρε ένα καλάμι και ψάρευε στην άκρη της λίμνης, στην αλάνα που ‘χε απομείνει απ’ την περιουσία του. Όπως μπήκα ν’ αφήσω το γάλα, μου δείχνει τα κεράσια και λέει : «Ξέρεις, Θανάση, που τα βρήκα αυτά;». «Όχι», λέω, και μου κάνει «Άκου να σου πω». Κι αρχίζει να διηγείται, κι όσο μιλούσε σκούπιζε τον ιδρώτα απ’ τους κροτάφους. Ψάρευε, λέει, το απόγευμα στη λίμνη, κι επειδή ο ήλιος ζάλιζε -ήταν Ιούνιος-, έπεσε να χουζουρέψει, κι έδεσε με το σπάγγο το καλάμι στον καρπό του, αν τσιμπήσει ψάρι, να τραβήξει και να τον ξυπνήσει. Κατέβασε έπειτα το καπέλο κι έγειρε στο καρεκλάκι του. Κι ούτε ξέρει πόσην ώρα κοιμόταν, ο ήλιος τον είχε κάψει όταν ο σπάγγος τον έσεισε, και τραβούσε, τραβούσε δυνατά. Σηκώθηκε να τυλίξει την πετονιά, αλλά αυτή τέντωνε προς τα μέσα -πέστροφα πετσωμένη, σκέφτηκε-, τον έσερνε προς το νερό, κι ήταν η δύναμη μεγάλη. Έκανε να κόψει τον σπάγγο μα δεν πρόλαβε, το ψάρι τον τίναξε και τον πήρε μαζί του, κι αυτόν και το καλάμι, όλο και βαθύτερα. Ο Γιάννης πάσχιζε να λυθεί, πάλευε, ώσπου, όταν ξεθόλωναν τα μάτια, κι όταν κατάφερε τον κόμπο, κατάλαβε ότι βρισκόταν μέσα στα παλιά του κτήματα, βαθιά κάτω απ’ το νερό. Και γύρω του όλα απλώνονταν όπως τα άφησε πριν από μια δεκαετία, όταν τον ανάγκασαν οι μηχανικοί να φύγει. Όλα λούζονταν στο φως που έμπαινε από την επιφάνεια διαθλασμένο, πλάγιο.

Το διήγημα συνεχίζεται…

Γιάννης Παλαβός, ΤΟ ΠΑΙΔΙ (ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ), εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, σελ 107.

Yuriy Vertikov