Οι Χαλασοχώρηδες (απόσπασμα)
Με εκλογικό χρώμα, ένα απόσπασμα από την πασίγνωστη νουβέλα του Αλ. Παπαδιαμάντη.
«Μικρά μελέτη»
❀❀❀
Ι΄
Ήτο δειλινόν ήδη και το πολύ των επιδημούντων εκλογέων είχε ψηφίσει από πρωίας αγεληδόν. Εις τον μέγαν κήπον του κυρ-Χαράλαμπου του Νιανιού, παρά την κεντρικήν στέρναν και το μαγγανοπήγαδον, υπό τρία με συμπεπλεγμένους τους κλώνους μεγάλα δένδρα, βερικοκκιάν και συκήν και απιδέαν, είχον στρωθεί από της μεσημβρίας ο Γιαννιός ο Κάβουρας, ο Δημήτρης ο Ζάβαλος, ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος, ο γερο-Λευθέρης ο Κουσερής και ο Κώστας ο Αγγουροκομμένος. Καίτοι διαφόρων ηλικιών κι επαγγελμάτων, ήσαν και οι πέντε μερακλήδες και το είχαν στρώσει εκεί, ουδ’ είχαν σκοπόν να υπάγουν να ψηφοφορήσωσιν. Ήθελαν να επιβάλουν τους όρους των και εις τα δύο διαμαχόμενα μέρη. Ο κήπος ήτο ως αδέσποτος την ημέραν εκείνην, η δε γραία Νιανίτσα, η σύζυγος του ιδιοκτήτου, περιφερομένη από αυλακιάς εις αυλακιάν, μύωψ ούσα, έκοπτε κολόκυνθον αντί σικυού και μελιτζάναν αντί τομάτας. Ο κηπουρός, ο μπαρμπα-Νικόλας ο Χλώρης, από τεσσαρακονταετίας δεν είχε παύσει να καλλιεργεί τον κήπον, αλλ’ ενώ όλον τον χρόνον τα είχε καλά με τον ιδιοκτήτην, τον κυρ-Χαράλαμπον, εις τας παραμονάς πάσης εκλογής εμάλλωναν κι εγίνοντο από δυο χωριά. Εις τα πολιτικά ο κυρ-Χαράλαμπος εχώνετο έως τις μασχάλες, ο μπαρμπα-Νικόλας έως τον λαιμόν. Αλλ’ από τεσσαράκοντα ετών δεν συνέπεσε ποτέ να είναι οι δύο με το αυτό κόμμα. Περί του κυρ-Χαράλαμπου υπήρχε ένα παλαιόν δημώδες δίστιχον, το εξής·
Σκόρδα, πράσα και ρεπάνια και ακόμα κάτι τι
ο Νιανιός θα θυσιάσει για να βγάλει βουλευτή.
Εις τας παραμονάς δε εκάστης εκλογής, εάν ο ιδιοκτήτης ηρώτα απλώς τον μπαρμπα-Νικόλαν αν την φοράν ταύτην θα είναι με το αυτό κόμμα, ο γέρων κηπουρός εφουρκίζετο τόσον, ώστε άφηνε τον κήπον έρημον και έφευγεν, εωσού μετά τας εκλογάς επήρχετο η συνδιαλλαγή και η επάνοδος εις τον κήπον. Δις ή τρις ο κυρ-Χαράλαμπος είχεν αποπειραθεί ν’ αντικαταστήσει τον κηπουρόν, αλλά μόνον διά ν’ αποδειχθεί ότι ούτε αυτός και ο κήπος του ημπορούσαν να κάμουν χωρίς τον μπαρμπα-Νικολόν, ούτε ούτος χωρίς τον κυρ-Χαράλαμπον και τον κήπον του.
Την εξαιρετικήν ταύτην κατάστασιν επωφελούμενοι οι πέντε εγκάρδιοι φίλοι έκοπτον μόνοι των, χωρίς να κρατώσι λογαριασμόν, όσα αγγούρια ήθελαν, είχαν δε αδειάσει ήδη ολόκληρον δαμιτζάναν του αντικρινού καπηλείου ως μόνον πρόγευμα έχοντες χλωρές πιπεριές και τομάτες με άλας. Μικρόν μετά την μεσημβρίαν έφθασε μέγα πήλινον γιουβέτσι, με χασάπικους μεζέδες, σπληνάντερο και κοιλίτσες και καρδιές μετά παχείας βορβορόχρου σάλτσας. Εκ της αφορμής ταύτης απεδείχθη ότι καλώς είχε προβλέψει ο κάπηλος φροντίσας να γεμίσει εκ νέου την κενωθείσαν δαμιτζάναν. Ο γερο-Λευθέρης ο Κουσερής ήτο εν ευθυμία και μετά μικρόν ήρχισε να τραγουδεί τα οικεία αυτώ παλαιά μερακλίδικα τραγούδια·
Απ’ τα πολλά μου βάσανα κι απ’ τα πολλά μου πάθη
σ’ ένα δενδρί ακούμπησα κι εκείνο εμαράθη.
Και πάλιν:
Όλοι κακό μου θέλουνε, οι πέτρες και τα ξύλα,
σαν ακουμπήσω σε δενδρί, μαραίνονται τα φύλλα.
Οι άλλοι συνωμίλουν με σχήματα και μεταφοράς, όπως συνήθιζαν, με κολοβάς φράσεις, με ατελείς προτάσεις. Εν τη συνδιαλέξει των διεκρίνοντο ολίγαι τινές οιονεί συνθηματικαί λέξεις υπό εκφραστικών χειρονομιών συνοδευόμεναι, πάντοτε ποικίλλουσαι και πάντοτε αυταί·
– Ψιλούρα, ε, Γιαννιό;
– Βαμβακόσπορος, αν αγαπάτε…
– Χωρίς πεκούνια δεν κάνουμε τίποτε.
– Ας φέξει!
– Χρειάζεται και λιγάκι βοτάνι.
– Τραβούμε, τραβούμε σφλόμο, μα λιανά τίποτα.
– Τι λες και συ, Άγγουρε;…που να ρημάξει το κεφάλι σου!
– Χωρίς ρηγάλα δεν κάνουμε τίποτα.
– Θέλουμε και προικιά.
– Το τράχωμα, που λένε.
– Ημείς καλαμαράδες δεν είμαστε, να παίρνουμε λουφέ… Κανένα μεγάλο συφέρο δεν έχουμε. Ας βγάλουν τις μαύρες…
– Μη μπας και θα με διορίσει εμένα σε θέση ο Καψιμαΐδης, πώς τον λένε, κι ο Αλικιάδης τους;
– Ή ο Αβαρίδης κι ο Γεροντιάδης;
Έως εδώ ήτο η συνομιλία των πέντε εγκαρδιακών φίλων, όταν εισήλθε διά τρίτην φοράν ήδη ο Μανόλης ο Πολύχρονος. Εχαιρέτησε την παρέαν, εστάθη ολίγον παράμερα υπό την σκιάν δένδρου και καλέσας διά νευμάτων τον μπαρμπα-Γιώργην τον Απίκραντον και τον Γιαννιόν τον Κάβουραν, ήρχισε να ομιλεί διά μακρών ζωηρώς και με πολλάς χειρονομίας προς αυτούς. Εκείνοι επανειλημμένως ανένευαν. Ο Μανόλης έσεισε την κεφαλήν και απεμακρύνθη βραδέως υποσχόμενος ότι θα επανέλθει…
