Φρέσκα

Ανήμερα της Παναγίας

Της Βιτάλια Ζίμμερ.

 

Ένα σπιτικό μισό με πέτρα κι άλλο μισό με πλίθα, άχυρο και λάσπη δηλαδή, χωρίς χαρτιά όπως τα περισσότερα, κι ένα σόι που κανείς δεν θυμόταν πότε χτίστηκε και από ποιόν. Ένα σπίτι όλο προσθήκες, πάνω οι άνθρωποι, και κάτω τα ζώα και το κρασί, αρμονικά να ζούνε, η ψυχή τους το ΄ξερε η δόλια.

Ήταν εκείνη η εποχή που έκαναν πολλά παιδιά, με την ελπίδα κάποια από αυτά να ζήσουν, πυρετό ψηλό να μην τους τύχει γιατί γιατρός στο πουθενά δεν έβρισκε κανείς.

Ήταν εκείνος ο καιρός που τα παπούτσια ήταν ακριβά και τα ΄χαν μόνο για γιορτές και πανηγύρια, κι όλη την υπόλοιπη χρονιά ξυπόλητα πηγαίναν στο σχολειό, την προπαίδεια να μάθουν μαζί με τις ψιλές και τις δασείες κι εκείνες τις μεγαλόπρεπες περισπωμένες.

Ήταν τα πέτρινα το χρόνια που η μοίρα των παιδιών ορίζονταν στην γέννα. Το κορίτσι και το παιδί είχαν τη μοίρα τους γραμμένη σε πέτρα λαξεμένη, συμβόλαιο ακόμα κι με τον διάβολο πιο ισχυρό.

Το σπίτι κληρονόμησε ο ένας, ο μεγάλος αδερφός όπως το έθιμο, αυτός ο άγραφος ο νόμος, είχε καθορίσει. Και τ΄ άλλο το παιδί, ξέροντας που εδώ δεν θα έχει τίποτα,  για την πόλη έφυγε, με μια βαλίτσα ξεφτισμένη, δυο ρούχα είχε μέσα και μερικές δραχμές για τα έξοδα τα πρώτα.

Τα δυο αδέρφια χάθηκαν κι ο μετανάστης της Ελλάδας σημεία ζωής ποτέ δεν έδωσε. Κι ο κληρονόμος άρπαξε την τύχη από τα κέρατα και στην Αμερική για μετανάστης έφυγε.

Το σπίτι έμεινε έρημο και αφρόντιστο κι άρχισε να καταρρέει, κάθε χρόνο ένα μόλις χιλιοστό, αόρατο στο μάτι του καθημερινού περαστικού. Κι ο αδικημένος γύρισε ξανά, τον τόπο που γεννήθηκε να ξαναδεί, γκρίζος και με βάδισμα αργό. Κι είδε το σπίτι που γεννήθηκε να είναι πια μισό. Με βία και με δάκρυα προσπάθησε να θυμηθεί πώς ήταν τότε που οι χειμώνες ήταν δύσκολοι και τα καλοκαίρια μικρά. Ένα δάκρυ κύλησε κι όταν έπεσε στο χώμα το πατρικό, ένα θόρυβο έκανε που τάραξε την ησυχία της ερημιάς. Τότε του είπε η γυναίκα του η καλή, πως γράμμα πρέπει στον αδερφό να στείλει. Εκεί μέσα ζουν ακόμα οι ψυχές των γονέων τους και όλων όσων έκαναν τα όνειρα τα παιδικά..

«Αδερφέ μου είμαι ο Παναγιώτης ο δεύτερος ο αδερφός σου. Μαύρη πέτρα έριξα πίσω μου γιατί θεώρησα πως ήταν αδικία, μα τώρα έχω καταλάβει πως ίσως να μην ήταν λάθος. Είδα το σπίτι μας που από παλιά έγινε δικό σου. Το μισό έχει γκρεμιστεί όπως τα όνειρα της τρίτης αδερφής μας της Μαρία που πέθανε πριν ακόμα τον έρωτα γνωρίσει. Η σκεπή στέκει ακόμα, θαρρώ πως την κρατάει ο άγγελός μας, η μικρή Κυριακή μας που πέθανε στη γέννα. Οι πέτρες και οι πλίθες είναι εδώ και χρόνια πια δικές σου, μα εκεί μέσα βρίσκονται οι ψυχές μας που όνειρα για τη ζωή έπλεκαν με τόση αθωότητα. Νομίζω ήρθε η ώρα τα λεφτά που έκανες στην Αμερική μερικά να τα ξοδέψεις, το σπίτι μας να φτιάξεις.»

Οι μήνες πέρασαν, ένας χειμώνας ακόμα το σπίτι το μαστίγωσε και λίγο ακόμα έπεσε και η σκεπή άρχισε την κούραση της να την δείχνει, πόσο να κρατήσει κι αυτή, μισό αιώνα που μάστορας την φρόντισε και για αυτό ακόμα αντέχει. Ώσπου το επόμενο το καλοκαίρι έλαβε το γράμμα που έγραφε στο φάκελό πως πρέπει να ανοιχτεί ανήμερα της Παναγίας.

«Καλέ μου αδερφέ μου Παναγιώτη, χρόνια πολλά σου εύχομαι με υγεία το γράμμα να σε βρει που εγώ μόνο μπόρεσα να πω, γιατί τώρα πια δεν μπορώ να γράψω. Είδα τη φωτογραφία σου με το σπίτι που γέννησε ψυχές τέσσερεις και μόνο δύο επέζησαν. Λυπάμαι πολύ γιατί ό,τι μας συνέβη, γέρικα μυαλά αποφάσισαν με όσα οι παλιοί τους είχαν μάθει. Έχεις δίκιο αδικημένε μου αδερφέ, το σπίτι αυτό έπρεπε στους δυο μας να ανήκει, γιατί όλους θα μας χωρούσε. Η μοίρα το’ φερε στην ξενιτιά να πάω, λεφτά με το τσουβάλι για να βγάλω κι έναν καφέ βαρύ γλυκό σε μια πλατεία κάτω από τον πλάτανο να μην τον πιώ ξανά. Θυμάμαι την Μαρία, που στο μπαλκόνι έβγαινε όμορφη και καθαρή με εκείνον τον πλεκτό λευκό γιακά που άστραφτε γιατί η μάνα μας στο χέρι τον είχε πλύνει σε καυτό νερό με το λουλάκι που αγόραζε από τον πραματευτή. Θυμάμαι το μωρό που χάσαμε, τη θλίψη τη μεγάλη, μια σταλιά κορμί να θάψουμε κι από πίσω όλο το χωριό να κλαίει για του Θεού του αδικία. Γιατί; Η ξενιτιά είναι κατάρα αδερφέ, μας έφαγαν τα τσέκια και το πράσινο δολάριο κι έτσι ξέχασα των γονέων μας το βιός. Μα όμως αρρώστησα βαριά και βασανίζομαι, γυναίκα καλή δεν πήρα, μα ανάγκη πια μεγάλη εγώ την έχω. Ό,τι με τα χεράκια μου έφτιαξα το ξόδεψα σε γάμους και βαφτίσεις και νοσοκομεία. Θαρρώ πως το σπίτι μας κάθε φορά που ένα κομμάτι του έπεφτε στο καυτό ή λασπωμένο χώμα που περπατήσαμε ξυπόλητοι, ήμουν εγώ. Όπως είναι το σπίτι μας μισό, είμαι κι εγώ μισός σχεδόν ανάπηρος. Συγγνώμη σου ζητώ μεγάλη, μα τώρα είναι αργά, εδώ στην ξενιτιά έχω φροντίσει να με θάψουν. Να ξέρεις ότι όταν πια θα έχει πέσει εντελώς, εγώ θα έχω πια πεθάνει.»

Ο Παναγιώτης κοίταξε τον φάκελο. Μέσα είχε χαρτί νόμιμο που το σπίτι ήταν πια δικό του…

Πήρε τηλέφωνο τη φωνή του αδερφού του για να ακούσει και μίλησαν μετά από τόσα χρόνια, κανείς δεν άκουσε τι είπαν…κανείς δεν ήξερε τι θα συμβεί.

Το σπίτι έπεσε και εμπρός στο χάλασμα στέκει μία επιγραφή σαν επιθανάτια πλάκα, ανατριχίλα να σε πιάνει μόλις την αντικρύζεις, μα μόλις τη διαβάσεις νιώθεις την κάθαρση την αγαλλίαση.

«Εδώ γεννήθηκαν τέσσερεις ψυχές, ο Γιώργος, ο Παναγιώτης, η Μαρία και η αβάπτιστη που το όνομά της θα ήταν Κυριακή.»

Και από κάτω δυο φωτογραφίες. Η μία ήταν ασπρόμαυρη με την Μαρία να στέκει λυγερή με τα καλά της ρούχα εκεί στο μπαλκόνι, τον πρίγκιπα να περιμένει. Και άλλη μία, τα δυο αδέρφια στην Αμερική, ο Γιώργος στο αναπηρικό καρότσι, τελευταία φορά που δεν ήταν ξαπλωμένος, κατάκοιτος. Και δίπλα του ο αδερφός ο Παναγιώτης.

Και οι δύο γελούσαν ευτυχισμένοι. Ο κύκλος έκλεισε…

 

Σημείωση: Για την Κατερίνα που την ευχαριστώ για την όμορφη φωτογραφία που μοιράστηκε μαζί μας και της υποσχέθηκα να γράψω κάτι. Νομίζω ότι ένιωσε το ίδιο συναίσθημα γιατί είναι ένας άνθρωπος με ενσυναίσθηση. Αυτή η φανταστική ιστορία είναι πραγματική για πολλούς.