Φρέσκα

Ο Φάρος

της Βιτάλια Ζίμμερ

 

Φως χαράς ότι οι ναύτες είναι στη στεριά κοντά.

Φως κινδύνου ότι αν δεν αλλάξουν ρώτα θα τσακιστούν στα βράχια.

Σουρουπώνει νωρίς τώρα τον χειμώνα κι ο μοναδικός του κάτοικος το ημερολόγιο θα συμπληρώσει. Ημέρα, ώρα, θερμοκρασία, ύψος κυμάτων, ορατότητα. Και μετά στο άλλο ημερολόγιο. Το δικό του ημερολόγιο. Σκέψεις, συναισθήματα, απόψεις και στόχοι. Τα σκαλιά θα ανέβει το φάρο για να ανάψει, το φως να στείλει μακριά.

«Το φως τελειώνει. Πρέπει να βρω αντικαταστάτη.»

Την άλλη μέρα το πρωί, αφού έσβησε το φάρο, πήρε τη βάρκα και βγήκε στη στεριά. Κι άρχισε να περπατάει ανάμεσα σε γνωστικούς, σε ζωντανούς και αρρώστους της ψυχής. Πρέπει να βρει αντικαταστάτη μέχρι το σούρουπο. Ο φάρος πρέπει κάθε βράδυ να ανάβει.

Πήγε έξω από ένα νοσοκομείο και περίμενε. Ξάφνου ένας βγαίνει σαν χαμένος, λες κι ήταν μέσα χρόνια και κοίταζε γύρω να δει τι έχει αλλάξει.

  • Ξένε μου, θες δουλειά καλή, ήσυχη;
  • Ποιος είσαι εσύ;
  • Είμαι ο φαροφύλακας
  • Ποιος φαροφύλακας; Δεν έχει φάρο εδώ κοντά.
  • Έχει. Εσύ δεν τον έχεις δει.

Ο Ξένος ακολούθησε από περιέργεια. Έφτασαν στην ακτή και πήγαν στην βάρκα. Έκαναν κι οι δυο κουπί ώσπου έφτασαν.

Αντίκρυσε το φάρο με δέος. Ένα τεράστιο πέτρινο κυλινδρικό κτίσμα σε ασπρόγκριζο χρώμα, στολισμένος με βρύα εξαιτίας της υγρασίας. Ο καιρός χαλάει πάλι. Το γκρίζο του ουρανό και κτίσμα γίνονται απόκοσμα ξαφνικά.

Τι φάρος είναι αυτός; Δεν τον είδα ποτέ μου. Κι όμως είναι εδώ και με έλκει σαν μαγνήτης.

«Εδώ είναι το ισόγειο. Εδώ διαβάζω. Στο πρώτο επίπεδο είναι το κρεβάτι. Και στο τελευταίο επίπεδο είναι το φως. Θα συμπληρώνεις κάθε βράδυ ό,τι συμπλήρωνα κι εγώ. Ελπίζω να σου αρέσει. Είσαι ο ιδανικός για αυτή τη δουλειά»

Ο Ξένος είχε πολλές απορίες αλλά φοβήθηκε να ρωτήσει. Είναι τόσα λίγα εδώ μέσα κι όμως έχει πολλά να ρωτήσει.

«Ξένε μου, εγώ πρέπει να φύγω. Σου αφήνω τον φάκελο με τις οδηγίες. Είναι όλα γραμμένα σωστά και αναλυτικά. Έτσι τα διάβασα κι εγώ όταν ανέλαβα. Τώρα θα πάω τον φάρο να ανάψω για μία τελευταία φορά. Καλή σου τύχη ξένε. Τον φάκελο μην ξεχάσεις…»

Ανέβηκε, άναψε τον φάρο και ο ξένος τον περίμενε. Άφαντος ο φαροφύλακας. Αναρωτιόταν γιατί δεν έχει κατέβει ακόμα. Ανέβηκε τα σκαλιά δύο-δύο και έφτασε στο φως. Κανείς!

Τον φάκελο γρήγορα, σκέφτηκε. Κατέβηκε σχεδόν πέφτοντας και άνοιξε τον φάκελο. Τα χέρια του έτρεμαν.

«Ξένε μου, δεν ήρθε η δική σου σειρά. Το φως μου τελείωσε κι έπρεπε να βρω αντικαταστάτη. Μην με ψάξεις. Απόψε θα φωτίσω για τελευταία φορά. Το πρωί θα σβήσω μόνος μου. Αύριο το βράδυ εσύ. Ξέρω, έχεις απορίες πολλές μα κάποια στιγμή θα καταλάβεις…»

Τα χρόνια πέρασαν κι ο Ξένος έκανε το καθήκον του. Πέρασαν 10 χρόνια και μια μέρα. Το φως του τελειώνει. Πήγε κι αυτός και βρήκε έναν ξένο και του έδειξε τα πάντα. Είχε αφήσει και το σημείωμα για τον νέο ξένο.

«Ξένε μου, δεν ήρθε η δική σου σειρά. Το φως μου τελείωσε κι έπρεπε να βρω αντικαταστάτη. Μην με ψάξεις. Απόψε θα φωτίσω για τελευταία φορά. Το πρωί θα σβήσω μόνος μου. Αύριο το βράδυ εσύ. Ξέρω, έχεις απορίες πολλές μα κάποια στιγμή θα καταλάβεις…Μα πρέπει να σου πω, πως δεν είσαι ζωντανός κι έχεις πια πεθάνει. Ο φάρος είναι για μας τους πεθαμένους. Το φως είναι για τους ζωντανούς. Φρόντισε να ανάβει…»