Ένας μάγος…Κλόουν.
Φεντερίκο Φελίνι
❀❀❀
Γεννήθηκε στις 20 Ιανουαρίου του 1920 στο Ρίμινι. Ήταν γιος πλανόδιου πωλητή και σε ηλικία 12 χρονών, το έσκασε από το σπίτι του για να ακολουθήσει ένα τσίρκο. Αυτό εξηγεί την αγάπη του και την εμμονή του για τους κλόουν που εμφανίζονται αργότερα σε όλα τα έργα του.
«Από τότε που πρωτοσυνάντησα κλόουν σε τσίρκο αποφάσισα να γίνω σαν κι αυτόν. Στο βάθος τα κατάφερα».
Αγαπημένη του ταινία ήταν το «Τσίρκο» του Τσάρλι Τσάπλιν. Το τσίρκο πίστευε, έχει μια δύναμη ταυτόσημη με εκείνη του κινηματογράφου και ιδιαίτερα οι κλόουν διότι είναι οι μόνοι που διακινδυνεύουν πολλά την ώρα ακριβώς που τα ζουν. Για τον Φελίνι όχι μόνο το τσίρκο αλλά ο κόσμος ολόκληρος ήταν γεμάτος από κλόουν. Στα είκοσι τρία του παντρεύτηκε την ηθοποιό Giulietta Masini με την οποία παρέμεινε μαζί ως το τέλος της ζωής του. Έπειτα από την ερμηνεία της στην ταινία «La Strada» οι κριτικοί της έδωσαν τον τίτλο του θηλυκού Charlie Chaplin, τον αγαπημένο ηθοποιό δηλαδή του Fellini. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του κλόουν είναι η έντονη αίσθηση μοναχικότητας που αποπνέει ακόμη και τη στιγμή της παράστασής του .Όλοι οι ήρωες του Fellini μοιάζουν παράταιροι και έρημοι ακόμη κι όταν περιτριγυρίζονται από άλλους ανθρώπους. Ο Φελίνι ήταν ένας τραγικός γελωτοποιός της ζωής, ο οποίος, χωρίς ποτέ να σε κάνει να ξεσπάς σε γέλια αλλά ούτε και σε λυγμούς, σου έδινε τη δυνατότητα να σκεφτείς πόσο αστεία πικρή είναι στην πραγματικότητα η ζωή. Γι’ αυτό αγαπούσε τόσο πολύ τους κλόουν, δηλαδή εμάς, όλους μας. Μήπως ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι δεν ήταν πάντα ένας παλιάτσος στις ταινίες του Φεντερίκο Φελίνι; Μόνος και έρημος ανάμεσα σε εκατοντάδες γυναίκες έτοιμες να τον κατασπαράξουν στην «Πόλη των γυναικών», μόνος και έρημος δημοσιογράφος κουτσομπολιών στη «Γλυκιά ζωή» της νυχτερινής κοσμοπολίτικης Ρώμης, μόνος και έρημος σκηνοθέτης στο «Οκτώμισι». Μήπως οι νότες του Νίνο Ρότα σε τόσες ταινίες του δεν θυμίζουν σχεδόν πάντα εμβατήρια τσίρκου, στην αρχή ή στο τέλος της παράστασης; Ο Φελίνι έδεινε πολύ μεγάλη σημασία στην επιλογή των προσώπων. Δημοσίευε μία αγγελία πριν γυρίσει μια ταινία και μετά έβλεπε μόνος του χιλιάδες ανθρώπους πριν επιλέξει τους κατάλληλους. Το κριτήριό του δεν ήταν η υποκριτική τους ικανότητα, αλλά η ιδιαιτερότητα της φυσιογνωμίας τους. Συχνά στις ταινίες του έχουν παίξει άνθρωποι, εντελώς άσχετοι με τον κινηματογράφο, είτε κανονικούς ρόλους, είτε ρόλους κομπάρσων.
Πήρε τέσσερις φορές, το Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας: το 1956 για το La Strada, το 1957 για το Le Notti Di Cabiria, το 1963 για το 8 ½ και το 1974 για το Amarcord.
