Ταξίδι στο κέντρο του κόσμου
Σε μια πόλη όπου τα χρώματα ανακατεύονται με τη νοσταλγία, ζούσε μια γυναίκα με ψυχή πληγωμένη, με τραύματα που χαράκωναν το είναι της. Ο θρήνος του εαυτού της ήταν αόρατος στους άλλους, μα φαινόταν σαν φθαρμένη σκιά στον ουρανό της ύπαρξής της.
Ένα απόγευμα, ένας άντρας- γιατρός θα ήταν0 με ψυχή γεμάτη φως αποφάσισε να κάνει το πιο δύσκολο ταξίδι. Ένα ταξίδι στο κέντρο της ψυχής της. Άφησε πίσω του την ασφάλεια του κόσμου του και βυθίστηκε στον αχανή κόσμο των αναμνήσεων και των συναισθημάτων της. Κάθε βήμα ήταν ένα πέρασμα μέσα από τον πόνο, την αγωνία, και τα κρυφά χαμόγελα της ζωής της.
Περιπλανώμενος στα μονοπάτια των παιδικών της χρόνων, συνάντησε τον πρώτο της έρωτα. Ήταν ένας νεαρός με μάτια γεμάτα θάλασσα και γέλιο που αντηχούσε σαν άνεμος στις ακρογιαλιές. Ήταν η πρώτη φορά που η καρδιά της χτύπησε δυνατά, σαν να προσπαθούσε να χορέψει με τα άστρα. Η ανάμνηση αυτή ήταν γλυκιά, μα είχε σκιές από αμφιβολίες και πίκρα. Ο πρώτος έρωτας αστραφτερός και ανεκπλήρωτος ήταν νεκρός μα όρθιος και περπατούσε, κάπου αλλού ήθελε να πάει και κάπου αλλού θα πήγε.
Συνεχίζοντας ταξίδι χωρίς πυξίδα και ρυθμό, βρέθηκε σε μια ήρεμη ακτή, όπου η γυναίκα, ακόμα μωρό, θήλαζε στη μάνα. Η θηλή της μάνας ήταν η πρώτη πηγή ζωής, η πρώτη γεύση ασφάλειας και αγάπης. Ήταν η πρώτη σύνδεση με τον κόσμο, ένα σύμβολο θρέψης και προστασίας. Το άγγιγμα αυτό ήταν βαθύ, γεμάτο ζεστασιά και άνεση μα λίγο από το γάλα ήταν δηλητήριο αργό.
Μετά είδε μια θάλασσα με γαλαζοπράσινα νερά, ήρεμα σχεδόν ακίνητα. Η πρώτης της δασκάλα, γυναίκα που της έμαθε να γράφει τα όνειρά της με λέξεις και να ζωγραφίζει τον κόσμο με τα χρώματα της καρδιάς της. Η δασκάλα αυτή είχε μάτια γεμάτα σοφία και χέρια που χαϊδεύαν απαλά τις ψυχές των μαθητών της. Ήταν η πρώτη γεύση γνώσης, το πρώτο άγγιγμα του μυαλού με την τέχνη της σκέψης. Μεγάλη γυναίκα κείνη με χέρια ροζιασμένα, ελιές γεμάτη όπου το ρούχο δεν έκρυβε το γερασμένο σώμα. Αυτό που η δασκάλα ποτέ της δεν της είπε της το έδειξε.
Την ανάσα του την κράτησε και σε πιο βαθιά στην ψυχή της τα νερά, συνάντησε τον χρόνο που η γυναίκα έγινε κορίτσι. Η πρώτη έμμηνος ρήση ήταν σαν ένα κόκκινο πέπλο που αγκάλιασε την παιδική της αθωότητα και την έσπρωξε στη γυναικεία ωριμότητα. Ήταν η πρώτη επαφή με τη φύση της, η στιγμή που η ζωή της έγινε μέρος του κύκλου της δημιουργίας. Η άρνηση της αλλαγής είναι πηγή ενέργειας για το μέλλον, είναι ο φυσικός προορισμός, αδύνατον να την νικήσει.
Σαν βγήκε στην ακτή την είδε σε παραλία ερημική με μόνο φως του φεγγαριού σε μια σκηνή γεμάτη πάθος. Εκεί συνάντησε τη στιγμή που η γυναίκα γνώρισε τον εαυτό της μέσα από την ένωση με έναν άλλο άνθρωπο. Η πρώτη σεξουαλική επαφή ήταν ένα ταξίδι στο άγνωστο, γεμάτο φόβο και ενθουσιασμό, μια εμπειρία που την άλλαξε για πάντα. Ήταν η στιγμή που το σώμα και η ψυχή της ενώθηκαν σε έναν χορό επιθυμίας και ανακάλυψης.
Ο άντρας, αφού πέρασε μέσα από όλες αυτές τις αναμνήσεις και τα συναισθήματα, βγήκε από την ψυχή της με την καρδιά του γεμάτη αγάπη και κατανόηση. Κατάλαβε πως κάθε τραύμα ήταν μια πόρτα προς την αλήθεια της, κάθε πόνος ήταν μια νότα στην μελωδία της ζωής της.
Κρίμα της είπε, το παρελθόν δεν σβήνει. Αν δεν αγαπήσεις θα πεθάνεις. Κι εσύ είσαι νεκρή από αγάπη.
