Καλοκαιρινές διακοπές στη Γη
Βιτάλια Ζίμμερ
Φέτος θα πάω στην Γη, δίπλα στη θάλασσα σ’ ένα σπίτι αστραφτερό λευκό με μπλε παράθυρα, να είναι πάντα ανοικτά, την αύρα του νερού να αφήνει να διαπερνά, όχι μόνο το σπίτι αλλά και όλο μου το σώμα.
Το πρωί με την αυγή να φεύγω, την δροσερή την άμμο να προλάβω, την ανατολή να προϋπαντήσω, την ώρα που κοιμούνται όλοι. Μία βουτιά στα κρύα δροσερά νερά που μου ετοίμασε η βορεινή απόγειος αύρα, που το ρέμα από το βουνό του κατεβάζει. Και σαν φανούν οι πρώτοι οι επισκέπτες με φουσκωτά παιχνίδια, τσάντες πολλές, ομπρέλες, τσιγάρα και καφέδες, εγώ να φύγω σαν αερικό, τα ίχνη μου στην άμμο δεν θα αφήσω.
Καφέ Ελληνικό σκέτο να γευτώ, συνήθεια ετών, εξάρτηση μεγάλη, κάτω από την πέργκολα του καφενέ στο στρογγυλό τραπέζι καθιστή σε μια ξύλινη ψάθινη καρέκλα. Καλημέρες να ανταλλάξω με τους λοιπούς μυημένους στης θάλασσας το μυστικό.
Στο μανάβη – στον μπακάλη να πάω να ψωνίσω, λίγους μεζέδες για το μεσημέρι να ετοιμάσω, αρώματα μαγειρικά να στείλω από τα μπλέ παράθυρα τα ανοικτά, να τους τρελάνω όλους, πείνα και ζήλεια να τους προκαλέσω. Τραπεζομάντηλα μπλε-καρό να απλώσω, τα γευστικά μου πιάτα να σερβίρω και μια ρακή κρύα να βγάλω απ’ το ψυγείο, το ποτήρι να τσουγκρίσω με ένα χαμόγελο πλατύ κι ένα φιλί στο στόμα που ακόμα πιο πολύ το λαχταράω. Τη λάντζα μου στα γρήγορα να κάνω, ένα κρύο ντους στην αυλή και μετά ένα βιβλίο στο κρεβάτι μου να πάρω, λίγο να διαβάσω μέχρι να νυστάξω, το βιβλίο να μου πέσει, να χαθεί η σελίδα που διάβαζα, ακόμα μια φορά.
Το απόγευμα ζαλισμένη να ξυπνήσω, λίγα ρούχα τώρα να τα πλύνω να τα απλώσω, τώρα που ήλιος δεν είναι δυνατός, τα χρώματα να προστατέψω, αργά το βράδυ να μαζέψω να διπλώσω, σίδερο δεν θέλω να το κάνω. Τον δεύτερο καφέ να φτιάξω, το ραδιόφωνο να παίζει τα χαζά και τα ωραία, παιχνίδια στην αυλή να παίξουμε, ίσως και στο τραπέζι με τα πιόνια, κάνοντας και λίγες ζαβολιές κανείς μας να μην βγει χαμένος.
Και σαν ο ήλιος μας το πει, πως σε λίγο την άλλη της Γης την άκρη θα φωτίσει, ένα μπάνιο πιο καυτό το θέλω για να μην ιδρώσω. Να βάλω λίγο τα ρούχα μου τα βραδινά, ένα φόρεμα φαρδύ ή ένα παντελόνι λινό και μια μπλούζα ασύμμετρη, βόλτα στο δρόμο της παραλίας πέρα-δώθε να τον κάνω.
Στο ταβερνάκι να σταθούμε, μια τομάτα γαρύφαλλο μ’ αλάτι χοντρό, λίγες ελιές και δυο κεφτέδες, αυτά για βράδυ μόνο για να φάμε και μια μπυρίτσα ο κόπος του εργάτη, αυτήν την θέλω πάρα πολύ, σε μικρά ποτήρια όπως οι ντόπιοι και οι χτιστάδες. Και τα ταλαιπωρημένα τα μεγάφωνα να παίζουν κάτι λαϊκά που στο ραδιόφωνο πια δεν τ’ ακούς μα τα νοσταλγείς, ακόμα κι εκείνα που δεν σ’ αρέσουν.
Τις νύχτες σιωπηλή τον ορίζοντα να τον χαζεύω. Άλλες νύχτες να’ ναι σκοτεινές και άλλες φεγγαράτες, δείγμα πως ο χρόνος κυλά ακόμα κι ακίνητη ας είμαι…Προσκλητήριο νεκρών να κάνω, να θυμάμαι τα ωραία που περάσαμε μαζί, μήπως εικόνες όμορφες στον άλλο κόσμο στείλω.
Στο σπιτάκι να επιστρέψω, λίγη μουσική μ’ ακουστικά ν’ ακούσω κι ίσως πάλι κάτι να γράψω…ίσως κάτι να σκεφτώ, ίσως κάποιο πρόβλημα να λύσω…


