Ψάρια
γράφει η Βίκυ Τσελεπίδου
Το παιδί κάθε πρωί παίρνει το καλάμι του και κατεβαίνει στο λιμάνι να ψαρέψει. Έχει μια μεγάλη μπλε λεκάνη, τη γεμίζει θαλασσινό νερό, μέσα
εκεί ρίχνει τα ψάρια που πιάνει, τα ψάρια συνεχίζουν το κολύμπι τους, πολύ πολύ προσεκτικά τα ξαγκιστρώνει. Παίρνει μαζί του κολατσιό και μένει στην ίδια θέση στην άκρη της προβλήτας, πότε όρθιο, πότε καθιστό με τα πόδια στο νερό, μέχρι το βαθύ σούρουπο. Όταν σηκώνεται να φύγει, δυσκολεύεται να κουβαλήσει τη λεκάνη ως το σπίτι του, τα χέρια του είναι μικρά για να την κλείσουν στην αγκαλιά του και το βάρος της τον τραβάει προς τα πίσω. Νερό και ψάρια παλαντζάρουν στη λεκάνη, συχνά ξεχειλίζουν στο τσιμέντο της
προκυμαίας ή στο πέτρινο καλντερίμι που οδηγεί στο σπίτι του. Τότε το παιδί αφήνει με προσοχή τη λεκάνη κάτω, μαζεύει με τις χούφτες του νερό και ψάρια, όσο μπορεί νερό, και τα ξαναρίχνει στη λεκάνη.
Στο δωμάτιό του, σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού, στην μπροστά και στην πίσω αυλή, παντού έχει στήσει πολλές γυάλες και βάζα και λεκάνες και κουβάδες και τενεκέδες και τενεκεδάκια, τσίγκινα και πλαστικά, κι εκεί μέσα φυλάει τα ψάρια του, κάθε μέρα τους αλλάζει το νερό κουβαλώντας φρέσκο από τη θάλασσα, τους δίνει να φάνε ψίχουλα και νιφάδες από φύκια. Πριν από λίγες μέρες τυχαία διάβασε στην εφημερίδα: «Τρία νεκρά ζωνοδέλφινα εντοπίστηκαν στο βορειοανατολικό Αιγαίο με εμφανή σημάδια δολοφονίας. Ψαράδες τούς έκοψαν τα πτερύγια με μαχαίρι και στη συνέχεια τα πέταξαν ζωντανά στη θάλασσα για να πνιγούν. Χωρίς τα πτερύγιά τους, τα δελφίνια δεν μπορούσαν να βγουν στην επιφάνεια για ν’ αναπνεύσουν κι έτσι ξεψύχησαν από ασφυξία». Τα μάτια του κόλλησαν στη φωτογραφία των δελφινιών με τα κομμένα πτερύγια για πολλή ώρα. Το παιδί τα βράδια ονειρεύεται το φρικιαστικό θάνατο των δελφινιών. Νιώθει να μην μπορεί να αναπνεύσει, κλαίει γοερά μέσα στον ύπνο του που τους έκοψαν τα πτερύγια.
Η μητέρα του το πλησιάζει τρομαγμένη και το ρωτάει γιατί κλαίει. Το παιδί ξέρει, θυμάται πολύ καλά γιατί κλαίει, αλλά δε θέλει να της πει. Το μόνο που θέλει είναι να σώσει όσο πιο πολλά ψάρια μπορεί. Κάθε μέρα παίρνει το καλάμι του και κατεβαίνει στο λιμάνι. Ο πατέρας του εργάζεται φύλακας στο ενυδρείο της πόλης. Ακίνητο το παιδί, με τις παλάμες του ανοιχτές πάνω στο τζάμι, έχει περάσει άπειρες ώρες παρατηρώντας τα ψάρια στις δεξαμενές τους. Τώρα ξεχωρίζει μερικά από τα ψαράκια του και τα βάζει σε ένα διαφανές σακούλι με νερό, ξέρει ότι οι γυάλες του είναι μικρές και ότι μέσα τους τα ψάρια ασφυκτιούν. Ο πατέρας τού είπε ότι, αν ήθελε, θα μπορούσε να τα μεταφέρει στο ενυδρείο, όπου οι γυάλες είναι μεγάλες και ειδικευμένοι υπάλληλοι αναλαμβάνουν τη φροντίδα τους. Όποτε ήθελε, του είπε, θα μπορούσε βεβαίως να τα επισκέπτεται. Το παιδί συμφώνησε, έτσι κι αλλιώς στο σπίτι τους δε χωρούσαν άλλα ψάρια. Συνέχισε λοιπόν τη δουλειά του, να μαζεύει από τη θάλασσα όσο πιο πολλά ψάρια μπορούσε, να γλίτωνε όσο το δυνατόν περισσότερα από τη διαστροφή παρανοϊκών ψαράδων, μακάρι ούτε ένα να μην έπεφτε στα χέρια τους.
Δεν ξέρει ότι ο πατέρας του, όταν είναι να ξεκινήσει με το αυτοκίνητο για τη δουλειά, προτού ακουμπήσει το σακούλι στη θέση του συνοδηγού δίπλα του, χύνει το νερό στο χώμα. Ούτε ότι ύστερα, όταν φτάσει στο ενυδρείο, το αδειάζει, έτσι όπως είναι, στην κεντρική δεξαμενή με τα καρχαριοειδή.
Το παιδί θέλει όταν μεγαλώσει να γίνει δικαστής. Καθώς πετάει μακριά το καλάμι του, ονειρεύεται να δικάζει αιμοσταγείς ψαράδες που βγάζουν το άχτι τους στα ψάρια. Λυπάται που τα ψάρια δεν έχουν φωνή να φωνάξουν πως πονούν όταν τα ακρωτηριάζουνε. Όλη την ώρα ενώ ψαρεύει κάνει αυτές τις σκέψεις, το παιδί αυτό, αν μπορούσε, θα έσωζε όλα τα ψάρια του κόσμου. Το παιδί μεγάλωσε και ποτέ δεν έμαθε ότι ο πατέρας του έριχνε καθημερινά τα ψάρια που του εμπιστευόταν στα σκυλόψαρα. Μια μέρα που διάβαζε την εφημερίδα του στο καφενείο του λιμανιού –πρώτη φορά πίσω στον τόπο του αφότου είχε φύγει για σπουδές– κοίταξε τους ανθρώπους δίπλα του και παρατήρησε, είδε ξεκάθαρα μέσα στο στόμα τους, καθώς το άνοιγαν για να μιλήσουν, πόσο πολύ είχαν μεγαλώσει οι κυνόδοντές τους, πόσο μυτεροί είχανε γίνει. Ποτέ έως τότε δεν τους είχε προσέξει. Περιστρέφοντας τη ματιά του στα γύρω τραπέζια, είδε στους ανθρώπους που από πάντα γνώριζε, που μαζί τους είχε περάσει τα χρόνια του, αλλά και στους άλλους, τους άγνωστους –τουρίστες και περαστικούς–, να έχουν φυτρώσει οι ίδιοι αιχμηροί κυνόδοντες. Σκέφτηκε τότε, καθώς ο ήλιος έκανε τα δόντια ολωνών να γυαλίζουν, ότι ο άνθρωπος δε διαφέρει και πολύ από το σκυλόψαρο. Αν το σκεφτόταν αυτό νωρίτερα, δε θα το πείραζε και να μάθαινε ότι ο πατέρας του έριχνε τα μικρά ψάρια τροφή στα μεγάλα.
Πιθανόν τότε να μην επέλεγε καν να γίνει δικαστής ψαράδων, πιθανόν να γινόταν και το ίδιο ψαράς. Η πίστη του ότι θα μπορούσε να σώσει τα ψάρια του κόσμου ξαφνικά κλονίστηκε. Αποφάσισε να προχωρήσει στη ζωή χωρίς να κουβαλάει αυτή την έγνοια στο κεφάλι. Τα καλοκαίρια έκανε το μπάνιο του στα ρηχά αγναντεύοντας τις τράτες που πήγαιναν κι ερχόντουσαν, χωρίς να ρωτάει τους ψαράδες για την ψαριά τους. Στο δυνατό φως έβαζε ασπίδα μπροστά στα μάτια του την εφημερίδα και βούλιαζε στις ειδήσεις της. Σιγά
σιγά απομακρύνθηκε ολωσδιόλου από τη θάλασσα και τον τόπο του.
Μέσα σε ένα σκοτεινό κτίριο το παιδί άρχισε να δικάζει κι όλοι του έλεγαν «μπράβο» που κατατροπώνει τους ανθρώπους-σκυλόψαρα και κάνει το δίκιο στον κόσμο να λάμπει. Τους άκουγε κι αποκρινόταν «Κάνω απλά το καθήκον μου, ακολουθώ τους νόμους» και γύρναγε γρήγορα από την άλλη, να μη βλέπει για πολλή ώρα τα δόντια τους. Σ’ εκείνο το κτίριο μέσα το παιδί, υπόδειγμα ευσυνειδησίας, δίκαζε και δίκαζε εφαρμόζοντας πιστά τους νόμους, ώσπου η πλάτη του κύρτωσε και τα μάτια του στένεψαν και τα αφτιά του κουφάθηκαν κι όσο δεν άκουγε σταμάτησε και να μιλάει, ν’ απαγγέλλει
από την έδρα τις αποφάσεις του. Όταν το παιδί γέρασε –και τα χέρια του πολύ δύσκολα πια μπορούσαν να συγκρατήσουν μια λεκάνη γεμάτη νερό και ψάρια–, πήρε ένα μικρό καλύβι δίπλα στη θάλασσα κι άπλωσε παντού στην αυλή και στο μοναδικό του δωμάτιο γυάλες και λεκάνες και κουβάδες και τε-
νεκεδάκια κι άρχισε πάλι, από την αυγή μέχρι την ώρα που ο ήλιος μαλακά πέφτει στη θάλασσα, να ψαρεύει και να ψαρεύει και να σκέφτεται πώς θα μπορούσε να σώσει όλα εκείνα τα ψάρια που έπιανε ζωντανά.
Η Βίκυ Τσελεπίδου είναι πεζογράφος. Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων
Ελενίτ (Νεφέλη, 2014), το μυθιστόρημα Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι; (Νεφέλη, 2017), το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών, και τη νουβέλα Φιλελλήνων (Νεφέλη, 2018). Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στον Τύπο και σε ποικίλα περιοδικά. Επίκειται η έκδοση του νέου της μυθιστορήματος με τίτλο Ο μεγάλος σκύλος.
Αναδημοσίευση: https://www.madamefigaro.gr/life/politismos/118827/mf-diigimata-mikres-istories-gia-to-kalokairi
