Πρόσωπα…Θεόδωρος Μπασιάκος
Η ουτοπία της αλήτικης ζωής – γράφει ο Σπύρος Θεριανός
❀❀❀
Αναδημοσίευση
Ο Θεόδωρος Μπασιάκος γεννήθηκε το 1963. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά ήδη απ’ τη δεκαετία του ’80. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Μαύρα μάτια, Τραγούδια για γραφομηχανή και τσιγγάνικη ορχήστρα, στις εκδόσεις του περιοδικού Πλανόδιον, το 2006. Συνήθως όμως, κυκλοφορεί τα ποιήματά του εκτός εμπορίου, σε αυτοσχέδιες φωτοτυπημένες εκδόσεις ή τα δημοσιεύει στο διαδίκτυο. Στα χέρια μου έχω τις αυτοσχέδιες συλλογές Μικρό Παρίσι, ποιήματα 1985-2007, Jam Session στο αμέρικαν μπαρ (2007), Αμαζόνιος (2008), Αγγούρια και μαργαρίτες (Άπαντα τ. 1, 2015), Μπασιάκ Θεόδωρος ο γκαν-γκαν (Άπαντα τ. 2, 2015), Νυχτερινό καφενείο και άλλα ποιήματα (Άπαντα τ. 3, 2015), Τα γαλλικά μου τραγούδια (Άπαντα τ. 4, 2015). Η χρήση της λέξης «Άπαντα» είναι ένα αυτοσαρκαστικό σχόλιο του ποιητή απέναντι στο έργο του. Ένα ειρωνικό νεύμα απέναντι στην αγωνία να μην πάει τίποτα χαμένο απ’ όσα έχουμε γράψει. Το 2017 κυκλοφόρησε σε μορφή ηλεκτρονικού βιβλίου μια επιλογή ποιημάτων του με τον τίτλο Κούκου Νιάου από τις εκδόσεις Ενδυμίων, η οποία διατίθεται ελεύθερα στο διαδίκτυο.
Η ποίησή του αντλεί απ’ τον αναρχισμό και το κίνημα του dada, τόσο σε κάποιες όψεις της γραφής του* όσο και στην αίσθηση που κυριαρχεί στα ποιήματά του, πως η πραγματικότητα είναι ολότελα λάθος και πως η τέχνη δεν πρέπει να είναι μια πρακτική διαχωρισμένη από τη ζωή:
Ζω μέσα στο ποίημα.
Ποίημα είναι η ίδια η ζωή.
(από τις «Σελίδες ημερολογίου»)
Η καλλιτεχνική του ταυτότητα;
ΓΡΑΦΩ. Τι το περίεργο; Είμαι συγγραφέας. Αν ήμουν
ζωγράφος φερ’ ειπείν θα ζωγράφιζα.
Τα γραπτά μου:
Τοπία, απόψεις της πόλης μας ως επί το πλείστον,
σκηνές δρόμου αλλά και αρκετά εσωτερικά (το δωμάτιο
του καλλιτέχνη κλπ.)
Νεκρές φύσεις
Προσωπογραφίες – μεταξύ των οποίων πολλές οπωσδή-
ποτε αυτοπροσωπογραφίες
– και βεβαίως: –
Γυμνά.
Η Μαρ. είναι το αγαπημένο μου μοντέλο.
Και τώρα τίθεται το ερώτημα: κατά πόσον ένα πορ-
τραίτο φιλολογικό «μοιάζει» τον άνθρωπο;
Ενδιαφέρον ερώτημα, το οποίο έχει κι’ ακόμα απα-
σχολεί μία σημαντική μερίδα του αναγνωστικού μας
κοινού και της κριτικής… (Στη ζωγραφική τόχουν θαρρώ
απαντήσει προ πολλού…)
Εγώ, βεβαίως, γράφω σε «στυλ Πικασσό».
Το μέτρο των στίχων του, μας το δίνει ο ίδιος:
Στα ρεπό τους
τα «δουλικά»
(βουλγάρες, ρωσίδες κλπ.)
ανταμώνουνε πάντα
στο ίδιο παγκάκι
σ’ αυτή δω τη πλατεϊτσα
καπνίζουνε ασταμάτητα
και τα λένε τα λένε
και καπνίζουνε
και κουνάνε τα
πόδια τους νευρικά –
κι αυτό είναι!
-αυτό!-
το μέτρο του στίχου μου.
(«Το μέτρο»)
Στα ποιήματά του αναδύονται οι διπλές αξίες της ζωής και η σύγκρουσή τους. Από τη μία, οι επιτακτικές υποχρεώσεις της καθημερινότητας και από την άλλη ο επιθυμητός τρόπος ζωής με τα διαβάσματα, τα γραψίματα, τους φίλους, τις κρασοκατανύξεις, την αλληλέγγυα κουλτούρα, τις ξάπλες.
Ξάπλα –μου γουστάρει –
μεσ’ το δείλι.
Τα πόδια ν’ απλώνω ίσια στο άπειρο!
Η κάλτσα τρύπια, γυμνό το μεγάλο μου δάχτυλο!
Τσιγαράκι –να φουμά –
τώρ’ ανάβω.
Με τον καπνό δαχτυλίδια σου φκιάνω!
Για τα νέα του χρηματιστηρίου, καπίκι δε δίνω!
(«Ένα γαλλικό τραγούδι»)
Χαρακτηριστικό της ουτοπίας της αλήτικης ζωής είναι πως ο φορέας της συγκροτεί την αυτοεικόνα του και τις προβολές του για μια καλύτερη ζωή, με εικόνες και έννοιες από την κοινωνική πραγματικότητα, στην οποία ζει και στην οποία εναντιώνεται. Δεν έχουμε ανάγκη από περιφράξεις, ιδιοκτησίες και φυλακές. Μόνο ηλιόλουστες μέρες τον χειμώνα. Ατελείωτη περιπλάνηση. Μια όμορφη σκιά το καλοκαίρι. Και ζήσε. Ζήσε και άσε και τους άλλους να ζήσουν. Να μερικά απ’ τα στοιχεία της ιδανικής πολιτείας του, τα οποία συναντούμε και στα ποιήματα του Μπασιάκου. Μια απελευθέρωση από την εργασία και μια φυγή από την πολιτική και από την ίδια την κοινωνία.
Πηγή: https://frear.gr/?p=22880
Περισσότερα: https://www.lifo.gr/blogs/almanac/theodoros-mpasiakos
