Το κόκκινο κατρέλ στο Παρίσι
του Βασίλη Καρδάση
Τον συνέπαιρνε η ατμόσφαιρα του γηπέδου. Από τότε που ένιωσε τον κόσμο
το πάθος και η αγωνία για την κόκκινη ομάδα έγιναν συστατικά του
χαρακτήρα του. Εκστασιαζόταν με τη μπάλα, τα συστήματα, τους
συνδυασμούς, τις ατομικές ενέργειες, τη συλλογική έκφραση, όλα με
στόχο τη νίκη. Λάτρευε το ποδόσφαιρο, όπως θαύμαζε έναν πίνακα των
ιμπρεσιονιστών, όπως καθηλωνόταν σε μια καλή θεατρική παράσταση, όπως
μαγευόταν από το κλαρίνο του Πετρολούκα. Αγανακτούσε με τους δήθεν
διανοούμενους που άνευροι και άκοσμοι είχαν ταυτίσει το ποδόσφαιρο με
μια εκδήλωση βίας. Μια φορά μάλιστα παρά λίγο να τον σχολάσουν από τη
δουλειά του όταν τα έβαλε ευθέως με τον κύριο Γενικό, ο οποίος τόλμησε
να αναφέρει σε ένα σεμινάριο στελεχών της εταιρείας που δούλευε, ότι
με τη μπάλα ασχολούνται μόνο οι βάρβαροι. Του αράδιασε λογοτέχνες,
καλλιτέχνες, μα προπάντων τα εκατομμύρια ανθρώπων που παγκοσμίως
αισθάνονται το ποδόσφαιρο ως λαϊκό πολιτισμό. Η ένταση της φωνής του
ήταν τέτοια που ο προϊστάμενός του, ο άνθρωπος που τον πίστευε και τον
συμπαθούσε, λιποθύμησε από την αγωνία του. Την άλλη μέρα γλύτωσε την
απόλυση με τη μετακίνησή του στις εξωτερικές εργασίες της επιχείρησης.
Καλό του έκαναν, πάντοτε προτιμούσε να κινείται στους δρόμους, μακριά
από το νοσηρό περιβάλλον των γραφείων της πολυεθνικής.
Όνειρο ζωής ένα ταξίδι με τον Ολυμπιακό στο εξωτερικό. Να συνδυαστεί
με εκδρομή όμως. Με τη γνωστή παρέα, τους ομογάλακτους συνοδοιπόρους
του Σαββατοκύριακου, τον Χάρη και τον Βασίλη στις παγωμένες κερκίδες,
με ξεροβόρι, με βροχή. Η ιδέα ρίχτηκε στο τραπέζι της ταβέρνας του
Δήμου, όταν έγινε η κλήρωση του τσάμπιονς λιγκ και η ομάδα έπεσε στο
τελευταίο παιχνίδι εκτός έδρας με την Παρί Σεν Ζερμέν. Παρίσι Τετάρτη
4 Δεκεμβρίου. Συμφώνησε αυτόματα θέτοντας μια προϋπόθεση. Ταξίδι με το
κατρέλ! «Μα πάει το κατρέλ στο εξωτερικό»; Τον ρώτησαν. Και γιατί δεν
πάει! Σε άριστη κατάσταση το είχε, με τα σέρβις του σε εξουσιοδοτημένο
συνεργείο της Ρενώ, με τα καλλυντικά του, τις κρέμες του, αγέραστο
συλλεκτικό κομμάτι καθημερινής χρήσης. Λιμουζίνα σε μινιόν διαστάσεις.
Κόκκινο της φωτιάς, σκέτη φρεσκαδούρα σε 782 κυβικά. Πολυμορφικό
παλαιάς κοπής θα το έλεγες, μπροστινή κίνηση γι’ αυτό και άνετο στα
πίσω καθίσματα, με ένα αστείο μπαστούνι για λεβιέ ταχυτήτων, με
παράθυρο που άνοιγε μισό σαν συρόμενη πόρτα. Ήταν ο πρώτος στην παρέα
που απέκτησε ιδιόκτητο αυτοκίνητο. Ήταν ο μόνος που είχε παραμείνει με
το ίδιο 30 χρόνια. Πόνταρε στα σίγουρα, ήξερε, δεν θα του χαλούσαν το
χατίρι. Την άλλη μέρα υπέβαλε αίτημα για άδεια 7 εργάσιμων ημερών από
30 Νοεμβρίου μέχρι 10 Δεκεμβρίου. Στον προϊστάμενο εκμυστηρεύτηκε τον
σκοπό της άδειας, μόνο που ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε ότι θα το
απέκρυβε από τον κύριο Γενικό για ευνόητους λόγους.
Ιδεολόγοι εργένηδες και οι τρεις, η καλύτερή τους. Οι ερωτικές
συνευρέσεις ήταν μόνο εφήμερες, γι’ αυτό και πεπερασμένες. Η δέσμευση
ήταν εκτός λογικής τους. Μεσήλικες και διέμεναν ακόμη στο πατρικό
σπίτι. Εξασφαλισμένα πλύσιμο, σιδέρωμα, μεσημεριανό, γιατί το βράδυ,
κάθε βράδυ, ξεγλιστρούσαν από τον οικογενειακό κλοιό σε ταβέρνα ή σε
μπαρ. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που η σύνταξη των γονιών γινόταν
απαραίτητη οικονομική συνδρομή στις δαπάνες τους. Ιδιαίτερα η κρίση
τους είχε θίξει αλύπητα, έκοψαν μαχαίρι τα κιμπαριλίκια, περιόρισαν
κατακόρυφα το εδεσματολόγιο και την κατανάλωση ποτών. Ωστόσο τίποτα
δεν ήταν δυνατό να τους κρατήσει στο σπίτι, έστω κι ένα βράδυ.
Ισορροπούσαν με αξιοπρέπεια ανάμεσα στην οικονομική στενότητα, αλλά
και τα γούστα τους.
Πέρασαν ένα μήνα σχεδιάζοντας καθημερινά το πολυπόθητο ταξίδι. Οι
χάρτες απλωμένοι πάνω στο τραπέζι της ταβέρνας, ο Δήμος δεν είχε χώρο
να ακουμπήσει τα πιάτα με τους μεζέδες. «Πού θα πάτε ρε ρεμάλια. Θα
σας τσιμπήσει η ιντερπόλ στην Αγκώνα», έγινε η σταθερή ατάκα του
ταβερνιάρη. «Θα σου στείλουμε κάρτα από το L’ Alsace, να δεις πώς
είναι τα ευπρεπή μαγαζιά ανεπρόκοπε κάπελα», ανταπαντούσαν με ξεφωνητά
και συνέχιζαν την κατάστρωση της ονειρικής δραπέτευσης. Πάτρα, πλοίο
για Αγκώνα και καπνός το κατρέλ για διανυκτέρευση στην Αόστα. Άλπεις,
τούνελ του Mont Blanc και το βράδυ θ’ ανοίγουν κρασιά στο καμπαρέ Au
Lapin Agile. Είχαν πάρει, εννοείται, και τις χρήσιμες πληροφορίες από
τον Απόστολο, ένα φίλο που νόμιζε ότι είχε σπουδάσει κάποτε στην
Ecole. Χρειάστηκε να σφιχτούν και οι μανάδες, για να συντρέξουν στα
έξοδα της μεγαλειώδους εξόδου τους. Παιδιά ήταν, να μην τα στηρίξουν
στον αγώνα τους!
Μεσημέρι Παρασκευής μετά το σχόλασμα πήγε το κατρέλ για πλύσιμο. Μέσα,
έξω, μηχανή. Σε διεθνείς δρόμους θα περπάταγε, να μην το έχει σένιο;
Είχε φροντίσει να βάλει και σκάρα, οι βαλίτσες, παλτά, σκουφιά, δεν
χώραγαν στο φτωχό πορτ-μπαγκάζ. Στο πεζοδρόμιο κάτω από το σπίτι που
πάρκαρε το κατρέλ για τη φόρτωση, κατέβηκαν άπαντες οι στενοί
συγγενείς για τον αποχαιρετισμό. Φιλιά, πλάκες, καλαμπούρια και ευχές.
Μπαίνουν στο αυτοκίνητο, γυρνάει τη μίζα, καμία απάντηση. Το κατρέλ
αγέρωχο, αρνιόταν οποιαδήποτε παραίνεση. «Σαν το Χοντρό-Λιγνό που
αγόρασαν Φορντ Τ και δεν ξεκινούσε με τίποτα», είπε ο Χάρης. Θυμήθηκαν
την ταινία και ξέσπασαν στα γέλια. Ωραία άρχιζαν. Για τη μηχανή οι
γνώσεις του περιορίζονταν σε τρία συγκεκριμένα πράγματα. Πώς ανοίγει
το καπώ, πού βάζουμε λάδι, πού είναι το δοχείο νερού. Ανάλογες ήταν οι
γνώσεις και των άλλων δύο. «Σπρώχτε». Βοήθησαν και γείτονες, που
βγήκαν από τα μαγαζιά. Συνέβαλε στην ταλαιπωρία και ο συμμαθητής τους
ο Πάνος, διάσημος πλέον τραγουδιστής, που περνούσε τυχαία. Το κατρέλ
αμετάπειστο. Ούτε στην κατηφόρα ενέδωσε. Για καλή τους τύχη με σβηστή
μηχανή βρέθηκαν έξω από ένα ηλεκτρολογείο αυτοκινήτων. SOS. Έπρεπε να
προλάβουν το πλοίο της Πάτρας για Ιταλία που έφευγε στις 10 το βράδυ.
Ο μάστορας γούρλωσε τα μάτια, όταν άκουσε ότι προορισμός τους ήταν το
Παρίσι με το κατρέλ. Έσκυψε, κάτι μαστόρεψε, η κόκκινη αρμάδα
μούγκρισε, πειθάρχησε στις θωπείες του θαυματουργού. Ηδύς ο ήχος του
αγλαούς επιτεύγματος της Βιομηχανικής Επαναστάσεως, όπως θα έγραφε ο
Εμπειρίκος.
Μπήκαν στο πλοίο μια ώρα πριν την αναχώρηση. Σκοτοδίνη τον έπιανε κάθε
φορά που πάρκαρε το αυτοκίνητο στο γκαράζ. Κατά ένα μυστήριο τρόπο οι
απαιτητικές φωνές του πληρώματος που κατευθύνουν τις μανούβρες, τον
έκαναν πάντα να νιώθει άχρηστος, παρείσακτος, βάρος της κοινωνίας.
Συνήλθε γρήγορα ωστόσο. Στο σαλόνι μιάμισυ μέρα δεν έβαλαν γλώσσα μέσα
τους. Συζητήσεις επί παντός επιστητού. Ο Βασίλης επέμενε να θέτει την
ελληνική κρίση και τη διόγκωση του δημόσιου χρέους στο πλαίσιο της
γενικευμένης κρίσης του καπιταλισμού. Αισιόδοξος όπως πάντα στο όραμα
μιας πανευρωπαϊκής εξέγερσης, που θα συνεγείρει ακόμη και τις
μικροαστικές μάζες. Η συζήτηση πέρασε ανεπαίσθητα στην αδυναμία της
ανανεωτικής αριστεράς να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, να αναλύσει
την κοινωνική πραγματικότητα, να θέσει το πραγματικό πρόβλημα των
δομικών αλλαγών της ελληνικής οικονομίας. Σειρά είχε ο εμφύλιος, άγος
στην πλάτη του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, που δεν επέτρεψε τη
χάραξη μιας δημοκρατικής πορείας, ούτε τη συγκρότηση ελεύθερων
συνειδήσεων στα μέλη. Οι νοοτροπίες, αυτό είναι το πρόβλημα ομονόησαν
και οι τρεις. Εκεί κάπου ο Χάρης έβαλε το ζήτημα της παραγωγής
πολιτισμού. Μιλάμε ακόμη για τη γενιά του ’30, την ποίηση της ήττας,
οι θίασοι αντιγράφουν και σήμερα τους πειραματισμούς του Κουν. Και στη
μουσική αντέτεινε ψαχνόμαστε να βγούμε από την επήρεια του Θεοδωράκη
και του Σαββόπουλου. Γέλασαν με την ψυχή τους, όταν ανέσυραν στην
επιφάνεια την τελευταία παράσταση του Πουλικάκου με τον Πιλαλί.
Λάτρεις του Πούλικα και του Ζωρζ είχαν επανειλημμένως μεθέξει στη
μουσική πανδαισία της πλημμυρισμένης αίθουσας του Κύτταρου. Σαν
κυτταρική ένεση αέναης νεότητας επιδρούσαν πάνω τους, γι’ αυτό ήταν
κολλημένοι με τον Μηλιώνη, τα τσιγαριλίκια στον μπάτσο του Central
Park, στο τέλος-τέλος οικοδόμος ήταν κι ο θεός. Λα τα μινόρια.
Πέρασαν, έτσι έκαναν συνήθως, στο φωτεινό αντικείμενο του πόθου. Η
ομάδα είναι έτοιμη για το παιχνίδι με την Παρί, το επιβεβαίωσε στο
τελευταίο παιχνίδι του πρωταθλήματος. Αν βουλώσει την τρύπα στα δεξιά
της άμυνας, όπου το μπακ ήταν σκέτο χωνί, υπήρχαν πιθανότητες να
κρατήσουν το μηδέν. Σημασία είχε η συνολική στρατηγική. Να παίξεις
συντηρητικά στην αρχή και αποφασισμένα να βγεις μπροστά μετά το 30’.
Να εκμεταλλευτείς τα γρήγορα φορ με κάθετες μπαλιές και το γκολ θα
έρθει.
Το κατρέλ περίμενε υπομονετικά στο γκαράζ να πάρει το βάπτισμα του
πυρός στην autostrada del sole. Στο κασετόφωνο τους έκαναν παρέα ο
Μπρούνο Κόντε, η Γκαμπριέλα Φέρι και η Nuova Compagnia di Canto
Populare. Στην ευδαιμονία των αισθημάτων προστέθηκε –επόμενο ήταν- μια
συζήτηση για τη θεατρική πρωτοπορία του Ντάριο Φο. Μεγαλεία. Είχαν
συμφωνήσει να τιμήσουν όσο επιβαλλόταν την Ιταλία. Παραστράτησαν προς
Άγιο Μαρίνο. Να δούνε και κάτι ακόμα. Το κατρέλ ζορίστηκε στον
ανήφορο, αλλά δεν τους πρόδωσε. Μετά τη Μπολόνια ξάφνου πηγαίνοντας με
80 στα δεξιά εννοείται του μεγάλου δρόμου, η μηχανή έσβησε. Ψύχραιμα
έστριψε πάλι το κλειδί, και όλα συνέχισαν κανονικά. Κανείς δεν
ανησύχησε, δεν δόθηκε καμία σημασία στο γεγονός. Το κατρέλ ήταν γεμάτο
ιδιοτροπίες, είχε δικαιώματα στις παραξενιές. Στην Αόστα βρήκαν ένα
ήσυχο, μικρό ξενοδοχείο με μόνη απαίτηση να έχει προφυλαγμένο
πάρκινγκ. Τι διάολο, τόσα είχαν ακούσει για την ιταλική έφεση στη
λαφυραγώγηση. Ενθουσιασμένοι βγήκαν στους δρόμους, έκαναν σαν μικρά
παιδιά. Θαύμασαν το μεσαιωνικό περιβάλλον της κεντρικής πλατείας, για
να βρουν καταφύγιο από το κρύο σε μια τραττορία, όπου γεύτηκαν μια
καρμπονάρα έκαστος. Τις δυο ιταλίδες στο βάθος του μαγαζιού τις
έγδυναν επί ώρα με τα μάτια. Λεσβίες θα είναι για να μην
ανταποκρίνονται, αποφάνθηκαν.
Το πρωί οι δρόμοι ήταν πήχτρα στο χιόνι. Το κατρέλ έμπαινε σε
ασυνήθιστες δοκιμασίες. Διαπίστωσαν ότι η μηχανή του έκανε τα κόλπα
της στο ξεκίνημα, γι’ αυτό και φρόντισαν να την περιποιηθούν με
Νιγκρίν. Τι ήταν το Νιγκρίν; Γερμανικό προϊόν ανώτερης ποιότητας
κατάλληλο για την προστασία της μηχανής από την υγρασία, ξεκαθάρισε ο
Χάρης, όταν έβγαλε από μια τσάντα διάφορα τέτοια ακαταλαβίστικα
προϊόντα, τα οποία σημειωτέον ουδείς εκ των τριών γνώριζε τη χρήση
τους. Εμπιστεύτηκαν τον Βασίλη να φορέσει αλυσίδες –κι όμως, ναι,
είχαν προμηθευτεί και τέτοιες- στα λάστιχα. Φόρεσαν τα μπουφάν, γιατί
αν περίμεναν να ζεσταθούν από τον αέρα της μηχανής θα γινόντουσαν
κυριολεκτικά κολόνες πάγου, και ξεκίνησαν. Ανεβαίνοντας τις Άλπεις
έπλεξαν το απαραίτητο εγκώμιο στις ιταλικές υπηρεσίες που καθάριζαν
τον δρόμο. Πάντα ζηλεύουμε τον γείτονα, ακόμα και στα στραβά του.
Πήγαιναν-πήγαιναν και δεν χόρταναν να βλέπουν και να βγάζουν
φωτογραφίες τα chalets, τις χιονισμένες Άλπεις, το περίφημο τούνελ του
Mont Blanc. Υπεύθυνος για την ενημέρωση ο Βασίλης, ήταν ο πλέον
οργανωμένος με τουριστικούς οδηγούς και τα σχετικά. Περνώντας στη
Γαλλία διάλεξαν να εγκαταλείψουν την autoroute, με το κατρέλ να
ταξιδεύει μάξιμουμ στα 70, τους ήταν τελείως άχρηστη. Έτσι γλύτωναν
και τα τσουχτερά διόδια, η κρίση άλλωστε επιβάλλει πολλές προσαρμογές.
Μόνο που είχε βραδιάσει για καλά. Η προσδοκία τους Τρίτη βράδυ να
είναι στο Παρίσι, φαινόταν άστρο μακρινό.
Ο δρόμος τους έβγαλε στις 9 το βράδυ, εντελώς τυχαία, στο La
Tour-du-Pin, ένα μικρό χωριό ανάμεσα στη Γκρενόμπλ και τη Λυών. Δεν
ήταν δύσκολο να εντοπίσουν το μοναδικό πανδοχείο. Η ξενοδόχα, μια
μεστή ξανθιά επαρχιώτισσα, τους υποδέχτηκε με κηροπήγια φορώντας μια
τιρκουάζ robe de chambre, εξυψώνοντας τις φαντασιώσεις της παρέας στα
ουράνια του βροχερού ουρανού της μικρής πόλης. Στο αινιγματικό της
χαμόγελο πίστωσαν ενδόμυχες σεξουαλικές ορέξεις, τις οποίες υπέθεσαν
ότι θα εξυπηρετούσαν ως ερωτικοί δανδήδες μέσα στη νύχτα. Προσωρινά
όμως, όφειλαν να διασκεδάσουν την πείνα τους. Ο μόνος δημόσιος χώρος
που είχε φως, ήταν ένα μπαρ με λίγους Γάλλους 35άρηδες που
σαχλαμάριζαν ή έπαιζαν ηλεκτρονικά. Ο Θεός να τα κάνει τοστ και πίτσα
αυτά που κατανάλωσαν, ενώ μετά μανίας επιδόθηκαν στην απόλαυση
κόκκινου κρασιού. Τους παρέσυρε η αφίσα του μαγαζιού, Le Beaujolais
Nouveau est arrivé. Ικανοί γευσιγνώστες των φτηνών ποιοτικών κρασιών,
λάτρεις της ρετσίνας θα τους χαρακτήριζες, ανίδεοι ωστόσο στις
ποικιλίες των κρασιών της αλλοδαπής. Τρία άτομα ήπιαν τέσσερα
μπουκάλια από το συμβολικό προϊόν της πλούσιας γαλλικής οινοπαραγωγής,
που βγαίνει στην κυκλοφορία την κάθε τρίτη Πέμπτη του Νοεμβρίου.
Έκλεισαν ουσιαστικά το μαγαζί, αφήνοντας έκπληκτο τον ευγενικό
ιδιοκτήτη, που προφανώς δεν μπορούσε να κατανοήσει τον λόγο που έκανε
τους τρεις παράξενους ταξιδιώτες να τα δώσουν όλα στην κρασοκατάνυξη.
Η ξενοδόχα πάντως είχε κοιμηθεί από τις 11.
Το πρωί ο πονοκέφαλος έμοιαζε με το αποτέλεσμα από χτύπημα
βαριοπούλας. Γαμοσταυρίζοντας τους Γάλλους για τα ξεπλύματα που
πίνουν, ξεχύθηκαν να βρουν λυτρωτικό παυσίπονο, αλλιώς ο Ολυμπιακός
ήταν αναγκασμένος να παίξει χωρίς την υποστήριξή τους την ίδια βραδιά.
Βρήκαν τη θαλπωρή που αναζητούσαν στην αγκαλιά του αυτάρεσκου κατρέλ.
Ήταν η μεγάλη του μέρα. Το αργότερο μέχρι τις 8 το απόγευμα έπρεπε
υποχρεωτικά να τους πάει στο πάρκο των πριγκίπων, το ιστορικό στάδιο
της Παρί. Η βελόνα του κοντέρ όμως πεισματικά δεν ξεπερνούσε το 70.
Στις πολλές μάλιστα ανηφόρες της μεσοορεινής νότιας Γαλλίας η μέση
ταχύτητα έπεφτε σε πολύ ταπεινά επίπεδα. Επιπλέον δεν ήταν
διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τον εκδρομικό χαρακτήρα της εξόρμησής
τους. Έκαναν λοιπόν την αναγκαία στάση για φωτογραφίες στο
Bourg-en-Bresse, αλλά και στο Chalon-sur-Saone, όπου μαγεύτηκαν από το
ποτάμι. Το περιεχόμενο των συζητήσεων είχε φυσιολογικά αλλάξει. Η
Εντίθ Πιαφ, το γαλλικό φιλμ-νουάρ, αλλά και η δημοκρατική παράδοση των
Γάλλων βγήκαν στο προσκήνιο. Το Παρίσι ήταν ανέκαθεν φιλόξενη εστία
των διωκόμενων από δικτατορίες, κι αυτό τους δημιουργούσε ένα
ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον χαρακτήρα των Γάλλων. Ποτό στο Closerie
de Lilas, εκεί πήγαινε ο εξόριστος Λένιν, διάβασε στον τουριστικό
οδηγό ο Βασίλης. Θα ρωτήσουμε και θα βρούμε το καφέ, αποφάνθηκαν για
την ανακάλυψή τους.
Η ώρα περνούσε βασανιστικά και το κατρέλ έδειχνε να σέβεται μόνο τους
δικούς του ρυθμούς. Άρχισε δικαιολογημένα να ανησυχεί. Ποτέ δεν ήταν
ασυνεπές. Εντάξει δεν έπαιρνε από ζόρια, αλλά με την εμμονή του στα
70, λες και έπαιρνε κάποια αδιόρατη εκδίκηση. Νε είχε να κάνει με το
πλύσιμο, προτού φύγουν; Μα, είχαν διανύσει τόση απόσταση, και το
νιγκρίν φαινόταν άχρηστο. Ούτε συζήτηση για άλλη στάση. Η μόνη
ολιγόλεπτη παρασπονδία έγινε μετά τη Ντιζόν, όταν τους προσπέρασε μια
νταλίκα και ο οδηγός τους έκανε σήμα να σταματήσουν. Ο νταλικέρης,
αθηναίος από το Παγκράτι, ήταν ρέστος από τσιγάρο και βιαζόταν να
φτάσει στις Βρυξέλλες. Στην ερώτησή τους πόσο μακριά είναι το Παρίσι
τους προβοκάρισε, «μ’ αυτό, θα είσαστε τυχεροί να το δείτε αύριο
πρωί». Τον σιχτίρισαν, αλλά του έδωσαν και ένα πακέτο Ρόθμανς.
Ο χρόνος κυλούσε χωρίς να φαίνεται ίχνος από το φως της δοξασμένης
γαλλικής πρωτεύουσας. Ήταν επτάμισυ, σε ένα τέταρτο ο διαιτητής θα
σφύριζε την έναρξη χωρίς αυτούς, όταν μπήκαν στον Περιφερειακό.
Ευτυχώς το πάρκο των πριγκίπων ήταν στα νοτιοδυτικά και πάνω στον
περιφερειακό δρόμο. Αλλά η κίνηση ήταν απίστευτη, πήγαιναν
κυριολεκτικά σημειωτόν. Συνειδητοποίησαν με βάση το χάρτη τους, ότι
ήταν τόσο κοντά στο γήπεδο, κι όμως φαινόταν αδύνατο να φτάσουν. Οι
φίλοι του κατέβασαν όσα καντήλια δεν είχαν όλες οι εκκλησίες της
Αθήνας. Κι όλα αυτά για το δύσμοιρο κατρέλ. Η επιμονή του να φύγουν με
το σύμβολο της γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας αποδεικνυόταν τραγική.
Τζάμπα τα κόκκινα κασκόλ και τα σκουφάκια που φορούσαν, πανέτοιμοι να
αγωνιστούν για την ομάδα τους. Ο Χάρης είχε την ιδέα να βρουν ένα
σταθμό στο ραδιόφωνο, τουλάχιστον να ακούνε τη μετάδοση. Τα γαλλικά
τους ήταν του Λυκείου. Philippe et Catherine sont a l’ ecole, ήταν και
η δύσπεπτη προφορά του σπίκερ, άντε λοιπόν να καταλάβεις ποιος είχε τη
μπάλα και τι την έκανε. Αντιλήφθηκαν ωστόσο από τις φωνές και το πάθος
του λεβέντη που μετέδιδε, ότι οι Γάλλοι προηγήθηκαν στο 17’. Τότε
εντάθηκαν οι χριστοπαναγίες για το ταπεινωμένο κατρέλ του. Σαραβαλάκι,
σακαράκα, κωλάμαξο, ακόμα και μπουρδέλο, το περιποιήθηκαν όσο δεν
έπαιρνε άλλο. Ο ίδιος ήταν αμίλητος, αισθανόταν συντριβή, τόση όση
ζούσε και η ομάδα του στο πάρκο των πριγκίπων. Γιατί το σκορ μέχρι το
45’ έγραφε 3-0.
Με κατεβασμένα μούτρα έκανε αναστροφή για το ξενοδοχείο. Είχαν κλείσει
από την Αθήνα διανυκτέρευση στη rue Popincourt, ένα στενάκι κοντά στο
μετρό Voltaire, όχι μακριά από τη Βαστίλη. Το 7ο γκολ το άκουσαν όταν
πλησίαζαν στο ξενοδοχείο. Η ήττα ήταν δυσβάστακτη, είχε φυσιολογικά
επισκιάσει οποιαδήποτε μομφή σε βάρος του κατρέλ. Απλά ρώτησαν τον
νεαρό στη ρεσεψιόν αν πράγματι ο αγώνας είχε λήξει 7-0. Μάλλον έτρεφαν
μια ελπίδα, μήπως η ελλιπής κατανόηση της γαλλικής γλώσσας ήταν που
είχε ανεβάσει το σκορ σε δυσθεόρατα ύψη. Δυστυχώς, επαληθεύτηκε ότι η
ομάδα είχε υποστεί τη μεγαλύτερη πανωλεθρία στους ευρωπαϊκούς αγώνες
της. Μια αξεπέραστη ντροπή, την οποία ευτυχώς δεν είχαν βιώσει
ζωντανά. Με το που τακτοποίησαν τα πράγματά τους στο τρίκλινο δωμάτιο,
κατέβηκαν για καφέ στη γειτονιά. Ο Βασίλης απέδωσε στις μεταφυσικές
ιδιότητες του κατρέλ τη γαϊδουρινή του επιμονή να μην τους φτάσει
έγκαιρα στο γήπεδο. Το γενναιόδωρο παλιό Ρενό τους είχε γλυτώσει από
καρδιακά επεισόδια. Ξεσπάθωσαν όμως εναντίον του προπονητή που έστηνε
την ομάδα λάθος, του δεξιού μπακ που ήταν σκέτο χωνί, της Διοίκησης
που δεν έκανε μεταγραφές. Ο ύπνος τους πήρε αργά, ο πόνος ήταν
ανεξάντλητος.
Το πρωί το αφιέρωσαν στη Μονμάρτη. Στη μικρή πλατειούλα με τους
ζωγράφους ο Βασίλης ενέδωσε εύκολα σε κάποιον ταλαντούχο καλλιτέχνη να
απαθανατίσει το πορτρέτο του. Έπεσε πολύ γέλιο. Η θηριώδης μύτη του,
ρουμελιώτικης προέλευσης, είχε εξαφανιστεί, εξαιτίας της ανεντιμότητας
του ζωγράφου, που προφανώς θεώρησε άκομψο να συμπεριλάβει τα φυσικά
ψεγάδια του μοντέλου του. Ο καλλιτέχνης υπεραμύνθηκε ότι ήταν
αντίθετος της ρεαλιστικής φόρμας στην τέχνη. Είχαν σχεδιάσει να
κατέβουν στο Καρτιέ Λατέν, να τιμήσουν τον Μάη του ’68. Ο Κον Μπεντίτ,
η Σορβόννη, οι συγκρούσεις με τους μπάτσους, τα οδοφράγματα στη Σαιν
Μισέλ, τα αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα, το κορίτσι με την κόκκινη
σημαία στον ώμο του συμφοιτητή της, είχαν συνεγείρει τη μνήμη τους
όταν έφτασαν στην ιστορική πλατεία. Κι εκεί βρέθηκαν στην ωραιότερη
έκπληξη. Γαλλικές οργανώσεις διαδήλωναν υπέρ των Ελλήνων, εναντίον των
οικονομικών μέτρων που επέβαλε η τρόικα. Tous nous sommes Grecs,
έγραφαν στα πανώ. Φώναζαν και κάτι ακαταλαβίστικα, αλλά αυτό δεν είχε
σημασία. Με τα λίγα γαλλικά και τα περισσότερα αγγλικά το νερό μπήκε
στ’ αυλάκι, αφού μόλις τους είπαν ότι ήταν Έλληνες, μόνο που δεν τους
πήραν στα χέρια. Όλοι μαζί έβρισαν τον Σαρκοζί, όσο του έπρεπε. Στο
γειτονικό καφέ Au Saint Severin κεράστηκαν ενθουσιασμένοι από τη
γνωριμία τους με τους γάλλους ακτιβιστές, ανταλλάσσοντας γνώμες για
την κρίση, τους εργαζόμενους, την αριστερά, τα νέα κινήματα
διαμαρτυρίας. Όχι, η συζήτηση δεν πήγε στην Παρί και τον Ολυμπιακό. Η
εφτάρα είχε μπει στο περιθώριο, ευτυχώς δηλαδή, γιατί εκεί θα κατέρρεε
η ελληνογαλλική φιλία.
Είχε προχωρήσει το απόγευμα όταν περιεργάστηκαν τους τυπικούς
bouquinistes, στις όχθες του Σηκουάνα. Ο Χάρης αγόρασε και μια
γκραβούρα με τη Νοτρ Νταμ και τη Σιτέ. Χάζεψαν για ώρα μια κυρία που
έπαιζε ένα περίεργο μουσικό όργανο, κάτι σαν λατέρνα, και συγχρόνως
επιχειρούσε να μιμηθεί την Εντίθ Πιαφ. Στην άνιση μάχη η κυρία έχανε
αξιοπρεπώς από το πρωτότυπο, χαλάλι της λοιπόν η ταλαιπωρία. Έφαγαν
κάτι γρήγορο. Σκοπός της βραδιάς ήταν το Lapin Agile. Στη Μονμάρτη,
στη rue des Saules στο νούμερο 22, ένα ξεχασμένο από το χρόνο
χαμόσπιτο, βγαλμένο από τη μαγεία της γαλλικής μπελ επόκ. Χωρίς
περιττά φτιασίδια στο αυθεντικό περιβάλλον του 1900, γερασμένοι
ξύλινοι πάγκοι και τραπέζια κάτω από πίνακες που ανάδυναν τις φόρμες
του γαλλικού μετα-ιμπρεσιονισμού, άκουσαν τραγούδια του γαλλικού
καμπαρέ με τη συνοδεία ακορντεόν, κιθάρας και πιάνου. Ο Τουλούζ Λωτρέκ
έλειπε να τους ζωγραφίσει, έτσι όπως γεύονταν κόκκινο κρασί
παραδομένοι στο μεγαλείο αυτού που λάτρευαν περισσότερο από οτιδήποτε
άλλο, τη νυχτερινή ζωή και τη διασκέδαση. Μπήκαν στις 9 το βράδυ και
βγήκαν στη 1 τη νύχτα, αλλά αν μπορούσαν θα έμεναν εκεί. Φυσικά
γύρισαν με τα πόδια στο ξενοδοχείο, ούτε θυμήθηκαν να ρωτήσουν αν είχε
μετρό εκείνη την ώρα. Άλλωστε είχαν αποφασίσει να σεβαστούν την ανάγκη
για ξεκούραση και αποκατάσταση του κατρέλ. Με οδηγό τον χάρτη βάδιζαν
μιάμισυ ώρα, και ήταν η καλύτερη ευκαιρία να σχολιάσουν, να
κουτσομπολέψουν, να γελάσουν με την ψυχή τους.
Η άλλη μέρα, ήταν γραφτό, η τελευταία τους μέρα στο Παρίσι να
σημαδευτεί από μια επίσκεψη σε νεκροταφείο. Όχι για κακό. Στο Père
Lachaise για να συνδυάσουν την αφοσίωσή τους στη μουσική με τον
σεβασμό στην ιστορία του κομμουνισμού. Δεν χρειάστηκε να ψάξουν τον
τάφο του Τζιμ Μόρισον, από την είσοδο κιόλας τους κατηύθυναν τα
βελάκια που είχαν αφήσει τα εκατομμύρια των fans που είχαν προηγηθεί.
Τρεις νεαροί κάπνιζαν αρειμανίως μια αξιοσέβαστη ποσότητα χασίς, η
μυρωδιά του οποίου μπορούσε να σηκώσει και τον Τζιμ από τον τάφο του.
Προυσαλιό δεν ήταν σίγουρα, αλλά φαινόταν καλής ποιότητας, από τον
τρόπο που το απολάμβαναν. Βιάστηκαν να επισκεφτούν τον Τείχο των
Κομμουνάρων, εκεί που εκτελέστηκαν 147 επαναστάτες στην αυλαία της
εξέγερσης της Κομμούνας τον Μάη του 1871. Παρίσι-Μάης-εξέγερση ήταν η
ατάκα του Βασίλη και Διχάστηκαν κάποια στιγμή ανάμεσα στην επανάσταση
και την τέχνη. Πού θα έπαιρναν τον καφέ τους, στην πλατεία Μονπαρνάς
αναζητώντας το τραπέζι που καθόταν ο Λένιν στο Closerie de Lilas, ή
στο Deux Magots για να συναντήσουν τα φαντάσματα της γαλλικής
διανόησης, από τον Ρεμπώ μέχρι τον Σαρτρ; Υποστήριξε κόντρα στους
φίλους του, ότι η τέχνη σε κάθε περίπτωση είναι επαναστατική σε όλες
τις μορφές και σε όλες τις εποχές. Όταν οι κοινωνικοί επαναστάτες
αποκόπτονται από τη διανόηση και την τέχνη, προκύπτουν τα φαινόμενα
του σταλινισμού και ενός αποστεωμένου κομμουνισμού, που παύει να
αποτελεί δημιουργικό όραμα μιας απελευθερωμένης και δημοκρατικής
κοινωνίας, για να καταλήξει ένδοξα στην τυραννία των γραφειοκρατών
ηγετών της. Τα είπε, ξεθύμανε, αλλά και τους έπεισε να κατηφορίσουν
προς τη Σαιν Ζερμαίν ντε Πρε! Ήπιαν τον καφέ τους στα αρτ-ντεκό
καθίσματα, γλυκοκοίταξαν, περισσότερο έντονα απ’ ότι όριζε το λόγιο
περιβάλλον, τις δύο κυρίες με τα ταγιέρ που κάπνιζαν Gitanes στο
απέναντι τραπέζι. Άρχισαν τα στοιχήματα μεταξύ τους. Κατέληξαν μετά
από αρκετή συζήτηση ότι η κοκκινομάλλα έφερνε στο αδύνατο πρόσωπο της
Οντρέ Τοτού που είχε πρωταγωνιστήσει στο Αμελί, η άλλη, η καστανή,
ίδια η Ανί Ζιραρντό στα νιάτα της. Έτσι ήθελαν να τις δουν.
Αναστέναξαν στο τέλος γιατί όφειλαν, αργά ή γρήγορα να επιστρέψουν
στην ταβέρνα του Δήμου.
Για να τιμωρήσουν τον πάντοτε μεμψίμοιρο κάπελα τήρησαν την απειλή
τους κατά το ήμισυ. Αφού συμφώνησαν ότι το L’ Alsace θα ήταν πανάκριβο
για το μπαγιόκο τους, τράβηξαν στo Relais de l’Isle, όπου επίσης
προσφερόταν αυθεντική γαλλική κουζίνα. Ένα μικρούλι εστιατόριο, λίγο
στενάχωρο για τα μέτρα τους, ικανό ωστόσο για να κατευνάσει το πάθος
τους για διείσδυση στη γαλλική γαστρονομία. Για να εντυπωσιάσουν
εαυτούς και αλλήλους, ο ένας παρήγγειλε φιλέτο πάπιας με μάνγκο, ο
δεύτερος εσκαλόπ με τζίντζερ και ο τρίτος μοσχάρι με σάλτσα από
λιωμένο τυρί Δανίας. Συμπλήρωσαν το γεύμα τους με κόκκινο κρασί, για
να τελειώσουν με μία creme brulée, αν δεν τη φάμε εδώ, πού θα τη φάμε,
είπαν άπαντες. Το όλον πακέτο 120 ευρώ, και σχεδόν έμειναν μπατίρηδες.
Αγγάρεψαν μάλιστα τον διπλανό Γιαπωνέζο να τους φωτογραφίσει καμιά
δεκαριά φορές, να έχουν να δείχνουν τα μεγαλεία της εργένικης ζωής
τους. Ενεργοποίησαν όλη τη διαθέσιμη τεχνογνωσία και με sms έστειλαν
μια φωτογραφία στον Δήμο με τη σημείωση «έτσι γλεντάνε οι κιμπάρηδες
εις Παρισίους άχρηστε Αρβανίτη».
Την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησαν νωρίς-νωρίς έμπλεοι ευτυχίας. Έφαγαν το
φτηνό πρωινό του ξενοδοχείου, που σνόμπαραν επιδεικτικά το προηγούμενο
πρωί, και κατέβασαν τα πράγματα στο ξεχασμένο κατρέλ. Βγαίνοντας από
το Παρίσι η φλυαρία τους ήταν ακατάπαυστη, για όσα είχαν δει το
τριήμερο. Παρέλειψαν έτσι να διαπιστώσουν ότι το αγαπησιάρικο κατρέλ
είχε μειώσει ακόμη την απόδοσή του. Το παρατήρησαν για πρώτη φορά όταν
σταμάτησαν για βενζίνη. Έκανε σαν δίχρονο, όπως εκείνο το Βάρτμπουργκ
της ένδοξης Ανατολικής Γερμανίας, που είχε παλιότερα ο γείτονάς του, ο
κυρ Τάκης. Ο βενζινάς κοίταξε, μάλλον υποτιμητικά το κατρέλ που
έδειχνε εξαντλημένο, και σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. Γιατρός δεν
ήταν, μάνικα κρατούσε, και το πληγωμένο κατρέλ γύρευε θεραπεία. «Θ’
αντέξει, δεν υπάρχει περίπτωση, αρκεί να μη το ζορίσω, γιατί αν
θυμώσει μας βλέπω να μένουμε αμανάτι στη Γαλλία. Κι έτσι άφραγκοι,
άντε να καθαρίσουμε», τους είπε με αποφασιστικότητα προκειμένου να
αποτρέψει οποιαδήποτε προσβλητική έκφραση των φίλων του. Λες και το
κατρέλ είχε μια μεταφυσική ευχέρεια να διακρίνει το καλό από το κακό.
Διέγνωσε όμως ότι τα φιλαράκια του κρυφογελούσαν, σχεδόν συνεννοημένοι
για την περιπέτεια που τους βρήκε στην ξενητειά με το κωλάμαξο.
Η πορεία μέχρι την Αγκώνα έμοιαζε με τον Γολγοθά του Θεανθρώπου. Με
μέγιστη ταχύτητα τα 40 χιλιόμετρα η οδήγηση ήταν λες και είχε βάλει
αυτόματο πιλότο. Στις μεγάλες ευθείες και με το τιμόνι σταθερό απλώς
χάιδευε το γκάζι. Το αυτοκίνητο είχε συμπεριφορά βέσπας. Για να σπάει
η μονοτονία και η πλήξη, αφού πλέον όλα τα επισκίαζε η αλλόκοτη
συμπεριφορά του κατρέλ, αναπαρήγαγαν όλες τις διηγήσεις που πάντοτε
τους προκαλούσαν αστείρευτο γέλιο. Οι πλάκες στο Γυμνάσιο, στο στρατό,
στο καφενείο της πλατείας, όλες ήρθαν στην επιφάνεια, με αφανή σκοπό
να κατασβέσουν τη δυστυχία της αγωνίας τους. Γιατί σε τελική ανάλυση
μόνο ο ίδιος επένδυε στην ουμανιστική νοοτροπία της αμαξάρας του. Οι
φίλοι του το είχαν σίγουρο ότι αργά ή γρήγορα θα ξέμεναν καταμεσής της
ατελεύτητης διαδρομής. Κυριολεκτικά τους φαινόταν ότι διέσχιζαν τον
Pacific, αυτόν τον ξακουστό highway προς τις δυτικές ακτές, τον οποίο
είχαν ορκιστεί κάποτε να ταξιδέψουν, πιστοί στα νάματα του Κέρουακ που
τον λάτρευαν.
Στην Αγκώνα τα λεφτά τους αρκούσαν για μια soupa fagioli, σε μια
τραττορία της κακιάς ώρας. Τα υπολόγισαν έτσι που να σβήσουν την πείνα
τους με ένα φτηνιάρικο κόκκινο κρασί, αυτό δεν έλειπε ποτέ από το
τραπέζι τους. Αργά το βράδυ, σχεδόν σπρώχνοντας εναπέθεσαν το κατρέλ
στα έγκατα του πλοίου, ανακουφισμένοι ότι είχαν ολοκληρώσει ένα
κατόρθωμα. Στα σαλόνια τα γέλια τους, προκάλεσαν προς στιγμή τον
εκνευρισμό των διπλανών επιβατών. Δεν έδωσαν σημασία, ήταν η
ενστικτώδης απορροή του άγχους που τους είχε καταλάβει. Από κάποιους
συνταξιδιώτες με κόκκινα κασκόλ πληροφορήθηκαν λεπτομέρειες για την
πανωλεθρία της ομάδας τους. Άλλοι έβριζαν τον προπονητή, ο οποίος στο
μεταξύ εξαιτίας της γενικής κατακραυγής είχε απολυθεί από τον πρόεδρο,
άλλοι τους μέτριους παίκτες που μια ζωή μετατρέπονταν σε κότες σε
διεθνή παιχνίδια. Έμαθαν τόσο πολλά, που ήταν σαν να είχαν μπει στο
γήπεδο.
Προς γενική έκπληξη το κατρέλ απέδωσε τα μέγιστα στη σκοτώστρα
Πάτρας-Αθήνας. Σαν χέλι ξεγλιστρώντας ανάμεσα σε νταλίκες και
λεωφορεία, το μικρό αυτοκίνητο τους έφερε στα σπίτια τους τις
απογευματινές ώρες. Όταν έμεινε μόνος, φίλησε το τιμόνι και ψιθύρισε
ένα ευχαριστώ. Το ραντεβού στην ταβέρνα του Δήμου ήταν υποχρεωτικό,
καθόσον είχαν πολλά να διηγηθούν στον κάπελα, τα οποία περιέβαλαν με
τα ανάλογα πειράγματα, κυρίως καυτηριάζοντας την τσιγγουνιά του.
«Ανεπρόκοπε Αρβανίτη δεν εννοείς να ξεμυτίσεις από τα σπληνάντερα»,
για να ανταπαντήσει ο ταβερνιάρης «έπρεπε να σας αποκεφαλίσουν σαν τον
Λουδοβίκο ΙΔ’ ρεμπεσκέδες», μπερδεύοντας τους Λουδοβίκους. Η αφήγηση
ολοκληρώθηκε σε συνέχειες που κράτησαν μια βδομάδα. Κάθε βραδιά
πλήθαιναν και οι γνωστοί που πλαισίωναν την παρέα για να μεθέξουν στο
ονειρικό ταξίδι.
Την επόμενη μέρα στη δουλειά πήγε ξαναμμένος. Είχε προαποφασίσει να τα
χώσει στον κύριο Γενικό, αν τολμούσε να του κάνει την ελάχιστη, άδικη,
παρατήρηση. Δεν έγινε τίποτα, παρά μόνο πληροφορήθηκε τη μείωση του
μισθού του κατά 25%, έτσι όριζε η εγκύκλιος της εργοδοσίας,
συμμορφούμενη με τα νέα μέτρα της κυβέρνησης. Έφυγε πριν τη λήξη του
ωραρίου βλαστημώντας τη θεία του υπουργού οικονομικών, όμηρος της
μοίρας του, για να οδηγήσει το κατρέλ στα Κάτω Πατήσια, στον μάστορα
του συνεργείου, τον οποίο είχε αναγορεύσει σε γιατρό από την
περιποίηση που έδειχνε στο περήφανο αμάξι. Περίμενε εναγωνίως τη
γνωμάτευση. «Τα πράγματα είναι απλά», του είπε. Από τους 4 κυλίνδρους,
(ούτε καν γνώριζε πόσους έχει ένα αυτοκίνητο), είχαν κολλήσει οι δύο,
δηλαδή το κατρέλ από 780 κυβικά μετατράπηκε σε 400αράκι, γι’ αυτό
πήγαινε με 40. «Σαν να καβαλάγατε μηχανή, κανένα άλλο αυτοκίνητο δεν
θα σας έφερνε», αποφάνθηκε αυστηρά ο γιατρός για τον ασθενή του. Το
γενναίο κατρέλ την άλλη μέρα μπήκε στο χειρουργείο. Βγήκε υγιές μετά
από δέκα μέρες έτοιμο για νέα ταξίδια για την αγαπημένη ομάδα.


Περπατώντας στο πολύβουο Παρίσι

Ατίθασα νιάτα στον Πύργο του Άϊφελ