Φρέσκα

ΜΠΡΑΧΑΜΙ ΤΟΥ ’60

Θόδωρος – Μπάνια

❀❀❀

του Χρήστου Πιπίνη

 

Αρχές της δεκαετίας του 60. Η χώρα επουλώνει τις πληγές του εμφυλίου και το Μπραχάμι μεγαλώνει από τους εσωτερικούς μετανάστες που χτίζουν τα σπιτάκια τους σε ακαλλιέργητα χωράφια, ακόμα  και στις όχθες των ρεμάτων. Με λεφτά βγαλμένα με πολύ κόπο αγοράζουν  από τους ντόπιους χωραφάδες λίγα μέτρα γης για να σηκώσουν παράνομα το τσαρδάκι τους σε μια νύχτα.

Τα καλοκαίρια όμως ανεβαίνουν σε λεωφορεία, μοτοσυκλέτες με καλάθι, ταξί ανά 5 η 6 , ακόμα και 8 ατόμων , φορτηγά …και κατευθύνονται στις παραλίες. Αγαπημένοι προορισμοί το κοντινό Καλαμάκι, η Βούλα με την φημισμένη  παραλία του ΠΙΚΠΑ, το πευκόφυτο Καβούρι και για τους πιο ψαγμένους, η Βάρκιζα.

Μας διηγείται ο παλιός συνδημότης μας Θανάσης Θεοδωρόπουλος.  του οποίου ο πατέρας είχε φορτηγό….

“Ο πατέρας μου ερχόταν απ’ την δουλειά το μεσημέρι, τσίμπαγε κάτι στο πόδι και ετοίμαζε το φορτηγό για την Βάρκιζα. Ο κόσμος ήδη περίμενε απ’ έξω απ’ το σπίτι μας στην Ιερέων Μακροπούλων. Σκαρφάλωνε στη καρότσα ο Νικολάκης ο Ζέππος, ξεμαντάλωνε,  ανασήκωνε τους πάγκους και καθάριζε με τον δικό του “τρόπο” την καρότσα. Ανέβαινε ο κόσμος και γέμιζε τους πάγκους που όμως  δεν επαρκούσαν για όλους. Όσοι προλάβαιναν. Οι υπόλοιποι την έβγαζαν μέχρι την Βάρκιζα, όρθιοι! Ο πατέρας μου ο κυρ Θόδωρος, οδηγούσε προσεκτικά και είχε άδεια απ’ την τροχαία για την μεταφορά ανθρώπων. Έκανε δύο δρομολόγια, άφηνε τους πρώτους στην παραλία και επέστρεφε Μπραχάμι, όπου έπαιρνε δεύτερη φουρνιά λουομένων και την οδηγούσε στη θάλασσα. Εκεί παραλάμβανε την πρώτη φουρνιά που την οδηγούσε πίσω. Συνέχιζε κενός για την Βάρκιζα όπου και παραλάμβανε για επιστροφή την δεύτερη αποστολή. Η δουλειά ήταν πολύ καλή και ο πατέρας μου καταφερε μ’ αυτόν τον τρόπο να ξεχρεώσει γρήγορα το φορτηγό”.

Δεύτερος , ανταγωνιστής μεταφορέας ήταν  ο Λευκάς. Αυτός είχε πούλμαν Μάκγκιρους και υπερτερούσε φυσικά του φορτηγού αλλά είχε πιο τσιμπημένο εισιτήριο. Εισπράκτορας ήταν ο Βαγγέλης ο Γκουγκουλής και πήγαινε πιο συχνά Βαρκιζα και λιγότερο Καβούρι.”

Τα επόμενα χρόνια προς τα μέσα  της δεκαετίας του 70 και αρχές 80 τα ηνία ανέλαβε ο Θόδωρος, ποντιακής καταγωγής που διέθετε πούλμαν. Ήταν γνωστός από τις ταμπελίτσες που συναντούσες σε διάφορα σημεία της γειτονιάς αλλά και  πάνω στο πούλμαν, που έγραφαν ΘΟΔΩΡΟΣ – ΜΠΑΝΙΑ. Τον ΘΟΔΩΡΟ, λόγω κοινής καταγωγής, μας είχε επιβάλλει στον Κρόνο ο Λάζαρος για τις μετακινήσεις της ομάδας στο Λεκανοπέδιο.

Ενδιαφέρον παρουσίαζαν διάφορα αξεσουάρ  λουομένων όπως ήταν, εν είδει σωσίβιου, οι σαμπρέλες από λάστιχα, καπελάκια, μπάλες, κατσαρολάκια φαγητού και τα συναφή.

Το αντιηλιακό φυσικά ήταν αδιανόητο. Ιδιαίτερα διαδεδομένο ήταν το κανονικό μαγειρικό λάδι που μετέφεραν σε μπουκαλάκια και με τα οποίο αλείφοντο για προστασία από τον ήλιο. Περιττό να τονίσουμε τις επιπτώσεις από την έντονη μυρωδιά του λαδιού. Μερικοί ευφάνταστοι και πιο προχωρημένοι έβαζαν στο σώμα τους για προστασία, μπριγιόλ, μια απροσδιόριστη ουσία που την χρησιμοποιούσαν οι άνδρες για να γυαλίζουν τα μαλλιά τους. Ήταν της μόδας τότε.

Δημοφιλέστερος προορισμός πάντως ήταν το Καβούρι. Το πλεονέκτημα αυτής της τοποθεσίας, ήταν τα πεύκα που έδιναν σκιά και η αβαθής θάλασσα. Σημειωτέον ότι κολύμπι ήξεραν μόνο οι νησιώτες και ελάχιστοι στεριανοί.

Στο Καβούρι μπορούσες να στρατοπεδεύσεις (να κάνεις κάμπινγκ που λέμε  σήμερα) κάτω από τα πεύκα με κανονικές σκηνές, αυτοσχέδια καταλύματα, κουρελούδες και γενικά ότι διέθετε ο επισκέπτης. Προσφερόταν επίσης για φαγητό που έφερναν από το σπίτι οι νοικοκυρές, κυρίως κεφτεδάκια ντομάτες τυριά, φρούτα και φυσικά κρασί.

Παρέα νεαρών Μπραχαμιωτών σε ημερήσια εκδρομή. Αρχείο: Νίκου Αθανασιάδη