Φρέσκα

Άνθρωπος Αδιάβαστος…Μάτση Χατζηλαζάρου

Ίσως να ‘μαστε αθωότεροι κι από ένα
καναρίνι, αγνοί όμως δεν είμαστε.

γράφει ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Η Μάτση (Μαρία Λουκία) Χατζηλαζάρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το
1914, δύο χρόνια μετά την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους. Ο
πατέρας της ήταν πλούσιος έμπορος της πόλης, ενώ ο παππούς της ήταν ο
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια της Μάτσης
με την ίδια μωρό κατέφυγε αρχικά στη Νότιο Γαλλία και στη συνέχεια στη
Ρώμη, απ’ όπου επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη το 1919 και ένα χρόνο
αργότερα στην Αθήνα. Παρόλο που η οικογένειά της αντιμετώπιζε ήδη
οικονομικά προβλήματα, η Μάτση Χατζηλαζάρου, όπως μας πληροφορεί η
Άντεια Φραντζή από την οποία προέρχονται και οι περισσότερες
βιογραφικές πληροφορίες που δίνονται εδώ, σύμφωνα με αρκετά
διαδεδομένη συνήθεια της εποχής και της τάξης της, εκπαιδεύτηκε “κατ’
οίκον”. Για τους γονείς της όμως ήταν κιόλας αργά· εξαρτημένοι από τη
μορφίνη θα οδηγηθούν ταχύτατα σε οικονομική χρεοκοπία και στον
θάνατο, που θα έρθει μέσα σε διάστημα έξι μηνών και για τους δύο, το
1934. Η Μάτση είχε ήδη παντρευτεί το 1931, σε ηλικία μόλις δεκαεπτά
χρονών, τον βαυαρικής καταγωγής Καρλ Σούρμαν και εργάζεται σε
κατάστημα της Αθήνας. Το 1936 χωρίζει για να ξαναπαντρευτεί το 1937
τον Σπύρο Τσαούση, γεωπόνο και αρχιτέκτονα κήπων. Την επόμενη κιόλας
χρονιά διαλύεται και αυτός ο γάμος και η Μάτση Χατζηλαζάρου, με βαθιά
τραύματα από τους δύο αποτυχημένους γάμους και από την κατάρρευση
και τον θάνατο των γονιών της, καταφεύγει για βοήθεια στον ψυχαναλυτή
Ανδρέα Εμπειρίκο, για να καταλήξει πολύ γρήγορα να τον αγαπήσει
απελπισμένα και να αγαπηθεί παράφορα από αυτόν. Μια ιδέα για τη μορφή
των δύο ερωτευμένων ποιητών μπορούμε να πάρουμε από τις περιγραφές
τους που μας έχουν χαρίσει ο Κωστής Μπαστιάς για τον Ανδρέα και ο
Μάνος Χατζιδάκις για τη Μάτση. Ο Εμπειρίκος πρώτα, όπως ήταν το
1936: «Ο κ. Ανδρέας Εμπειρίκος είναι ένας νέος τριάντα πέντε χρόνων,
μετρίου αναστήματος, με ένα μαύρο υπογένειο, λεπτός και μάλλον ωχρός.
Θυμίζει πολύ τύπους Ρώσων επαναστατών ή αναρχικών που εζούσαν εις το
εξωτερικόν διωγμένοι από την πατρίδα τους. Μιλά σιγά και είναι
εξαιρετικά λεπτός εις τους τρόπους του. Τα μάτια του είναι μεγάλα και
όταν εκθέτη τα θεωρητικά ερείσματα του σουρρεαλισμού παίρνουν μια
έκφραση και ζωηρότητα». Και η Μάτση, όπως την αντίκριζε διαχρονικά και
ποιητικά ο Μάνος Χατζιδάκις: «Υπήρχε ένα κορίτσι, που ήξευρε καλά και
με περίσσια χάρη, ν’ ανατινάζει τα μαλλιά της στο πλάι του άντρα, ν’
αγγίζει το κεφάλι της μ’ εμπιστοσύνη στον ώμο του και να προσέχει με
προσήλωση θρησκευτική την «Μοδιστρούλα» και τον «Θανάση Σακαφλιά».
Κι ύστερα πάλι ο Κλωντέλ και ο Ρεμπώ με τον Μπορίς Βιαν, καθώς
γεννοβολούσε στην κοιλιά της όλα τα μωρά της πλάσης». Η ψυχαναλυτική
Περικλής Χατζηλαζάρου, πρόξενος τότε των ΗΠΑ.
δεοντολογία είναι αυστηρά απαγορευτική στην ανάπτυξη φιλικών και πολύ
περισσότερων ερωτικών σχέσεων μεταξύ αναλυτή και ασθενούς και ο
Ανδρέας Εμπειρίκος γνώριζε φυσικά και θα τηρούσε τον κανόνα αυτό.
Όπως μας πληροφορεί εξάλλου ο Θανάσης Τζαβάρας, σχετικά με την
κλινική του πρακτική γνωρίζουμε ότι είχε μία τυπική μορφή σε διάρκεια
συνεδρίας και συνήθεις διευθετήσεις αμοιβής και απουσίας, το δε
ψυχαναλυτικό πλαίσιο υπήρξε κλασικό. Δεν υπάρχει λοιπόν αμφιβολία πως
ευθύς εξαρχής θα έθεσε στη θεραπευομένη του τα όρια που απαιτούνται
για την αποτελεσματικότερη θεραπεία. Ο έρωτας όμως δεν αποδέχεται
εύκολα όρια και απαγορεύσεις και, πολύ περισσότερο, ο τρελός και
παράφορος έρωτας, στον οποίο ομνύουν και τον οποίο ζούνε και
προπαγανδίζουν με φανατισμό οι υπερρεαλιστές, δεν αποδέχεται καθόλου
απαγορεύσεις και κανόνες. Πολύ γρήγορα λοιπόν η σχέση Ανδρέα
Εμπειρίκου και Μάτσης Χατζηλαζάρου από επαγγελματική-θεραπευτική
Η Μάτση πάλι θα γεννηθεί ως ποιητικό υποκείμενο, σύμφωνα με τη
διατύπωση τής Άντειας Φραντζή, από τη στιγμή που θα συναντήσει τον
ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο. Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου πως το
ψευδώνυμο που θα υιοθετήσει για την έκδοση των πρώτων της βιβλίων,
Μάτση Ανδρέου, παραπέμπει ευθέως και ξεκάθαρα στον Ανδρέα Εμπειρίκο.
Δεν θα γράψει, κατά τα φαινόμενα, τα πρώτα της ποιήματα παρά μόνο
αφού θα έχει δεχθεί την τριπλή επίδραση του Εμπειρίκου, ο οποίος ως
ψυχαναλυτής πρώτα θα επουλώσει τα τραύματά της και θα τη βοηθήσει ν’
αφήσει ελεύθερη την ερωτική της ιδιοσυγκρασία, ως ποιητής κατόπιν θα
της μεταδώσει το μήνυμα και τους τρόπους του υπερρεαλισμού και ως
ερωτικός σύντροφος στο τέλος θα αποτελέσει τότε το αποκλειστικό
αντικείμενο της δημιουργικής της έξαρσης. Και θα γράψει η Μάτση, από
τότε ξεκινώντας κι ως το τέλος της ζωής της, ποιήματα που δονούνται
και φλέγονται από το πάθος κι από τα πάθη του έρωτα, εξαίσια ποιήματα
που άλλοτε αποτελούν ένα δοξαστικό του απόλυτου έρωτα κι άλλοτε έναν
θρήνο για την απώλειά του ή μια δέηση για την επιστροφή του και μιαν
απόπειρα ανάκλησης της αρχέγονης στιγμής (για να θυμηθούμε έναν άλλο
ακραιφνή και παράφορο υπερρεαλιστή). Οι μέρες και οι νύχτες που
έβρισκαν τον Ανδρέα και τη Μάτση αγκαλιασμένους και τα ποιήματα που
εκείνοι έγραφαν ήταν το δικό τους καταφύγιο από τη βαρβαρότητα όλη
εκείνη την άγρια και σκοτεινή περίοδο. Η έμπνευση του ενός γινόταν
έμπνευση για τον άλλο: πάρα πολλοί από τους στίχους της Μάτσης
φαίνεται να αποκρίνονται σε στίχους του Ανδρέα, ενώ δεν θα ήταν
ενδεχομένως εντελώς άστοχη η υπόθεση ότι κι ο Εμπειρίκος κάτι
διδάχθηκε από τη μαθήτριά του στην ποίηση, την τολμηρή ερωτική
εκφραστική της ίσως– όχι ακριβώς το τολμηρό λεξιλόγιο, που ήδη το είχε
κατακτήσει αυτός, μα τον τρόπο της να μιλάει άμεσα και βιωματικά για το
σώμα της και για τον έρωτα. Η πρώτη ποιητική συλλογή της Μάτσης (με
το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου) Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης θα
κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ίκαρος το 1944, με τη λιτή και
διφορούμενη, όπως θα δούμε, αφιέρωση «στον Ανδρέα». Η Μάτση κι ο
Ανδρέας όμως είχαν τότε ήδη χωρίσει, έχοντας συναντήσει τον έρωτα
αλλού. Ο μεν Εμπειρίκος στο πρόσωπο της Βιβίκας Ζήση, που έμελλε πολύ
γρήγορα να γίνει η δεύτερη σύζυγός του και να ζήσει μαζί του (όσο
γαλήνια η εποχή επέτρεπε) μέχρι το τέλος. Γιατί, κατά πως φαίνεται, όσο η
μετατράπηκε σε ερωτική-ποιητική.
ποιητική του φαντασία ξεμάκραινε προς τον άγριο κι ασίγαστο Ωκεανό,
άλλο τόσο επιθυμούσε ο ποιητής την ηρεμία και την τρυφερή αγάπη, που
τη βρήκε στη Βιβίκα, στον γιο που γεννήθηκε από τον έρωτά τους και στην
προσφιλή του Άνδρο, που όλο και συχνότερα επισκεπτότανε από τότε και
στο εξής. Θα γράψει τον άλλο χρόνο στη Βιβίκα ο ερωτευμένος
ποιητής: «…αγάπη μου άγγιξέ με / Να νιώσω κι εγώ για μια στιγμή / Έστω
για μια στιγμή μονάχα, / Ότι δεν είμαι πάντα Ωκεανός που συνεχώς βογγά /
Αλλά και θάλασσα αυγουστιάτικη / που σπαρταρά / στον ήλιο.». Η δε
Μάτση Χατζηλαζάρου θα συνδεθεί ερωτικά με τον ποιητή Ανδρέα Καμπά,
γεγονός που θα προβληματίσει τους γνωστούς του ζευγαριού, όταν θα
εμφανιστεί η ποιητική της συλλογή με την αφιέρωση «στον Ανδρέα».
Γράφει σχετικά ο Μάνος Χατζιδάκις: «Κι όλοι ρωτούσαν ποιον εννοεί. Τον
Εμπειρίκο που άφηνε ή τον Καμπά που ακολουθούσε». Και απαντάει ο ίδιος
εξηγώντας ότι η αφιέρωσή της «δεν περιείχε αμηχανία– ΄σε ποιον΄ αλλά
τόλμη. Και στους δύο». Δεν θα ήταν απίθανο για την τολμηρή Μάτση που
γνωρίζουμε να είχε αυτό ακριβώς στον νου της όταν παρέλειπε το επίθετο,
αλλά πρέπει μάλλον να θεωρήσουμε πιθανότερο πως απευθύνει την
αφιέρωση στον Εμπειρίκο, δεδομένου ότι όλα τα ποιήματα που περιέχονται
στο βιβλίο της αυτό είναι δημιουργήματα, όπως είδαμε, του έρωτα και της
συμβίωσής της με το Ανδρέα Εμπειρίκο, ο οποίος υπήρξε και ο δάσκαλός
της στην ποίηση ή, έστω, ο σύμβουλός της στα πρώτα ποιητικά της
βήματα. Το διαζύγιό τους θα βγει τελικά τον Δεκέμβριο του 1946. Τον
επόμενο κιόλας μήνα ο Ανδρέας θα παντρευτεί τη Βιβίκα, ενώ η Μάτση θα
έχει αφήσει κιόλας τον Ανδρέα Καμπά και θα βρίσκεται στο Παρίσι, όπου
θα συζήσει για οχτώ χρόνια με τον Ισπανό ζωγράφο Χαβιέρ Βιλατό. Θα
γράψει η Μάτση γι’ αυτόν που θα είναι και ο μεγαλύτερος σε διάρκεια
έρωτάς της: εσύ αγγίζεις με τη ζωγραφική τα όρια / που χρωματίζουν τα
πράματα και τα ονόματά τους / και τους σπαραγμούς τους μια αχτίδα /
είναι η ριπή της ορμής σου με τον ρυθμό και τον / σφυγμό και τη βραχνή
φωνή του έρωτα που κρατιέται / κάποτε ψηλά και κάποτε χαμηλά πάνω σε
γκάμες έξω / από κάθε γραφή είμαι πάντα μαζί σου. Θ’ ακολουθήσει,
προτού επιστρέψει από το Παρίσι στην Ελλάδα, μια σχέση της με τον
Κορνήλιο Καστοριάδη και άλλες ακόμη που δεν θα τις μάθουμε ίσως ποτέ.
Στο τελευταίο ωστόσο δημοσιευμένο ποίημά της φαίνεται να επιστρέφει
άλλη μια φορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο και συγχρόνως να δίνει και μια
πλάγια εξήγηση για τον πολυτάραχο τρόπο που βάδισε η ίδια στον έρωτα
και στη ζωή: Θα ‘θελα εσένα που η καρδιά σου πιάνει από την διώρυγα του
Μπέριγκ μέσα απ’ όλη τη Ρωσία και απ’ το φαράγγι Λονδίνο Παρίσι Γενεύη
για να φτάσει ως το Αιγαίο θα ‘θελα όποιοι και να ‘ναι οι πόθοι που έχεις
να σου τους φέρνει ο γέρο άνεμος μπροστά σου εκεί που στέκεις να
πέφτουνε βροχή όπως τα βατράχια τα σαλιγκάρια και άλλα μικρά ζώα που
μας έρχονται έτσι από μακρινές περιοχές υπερπόντιες να σε κοιτάει ο
κόσμος και να σαστίζει βλέποντας τον εσαεί ευδαίμονα άντρα μαζί δεν
λέγαμε ότι για την τύχη μας οι πόθοι σαν χορταίνουν άλλους πόθους
γεννάνε.

Λιάζομαι μες στη συγκίνηση των ημερών του Νοέμβρη,
που ξαναφέραμε μαζί.
Μαζί το ζούμε και το θέλουμε το πηγαινέλα της φύσης– τις μυρουδιές του κρύου ανέμου, τα παγωμένα νίκελ
της πόλης, τον κλειστό χώρο μες στην παγωνιά όταν
αχνίζουν τα τζάμια.
Ζωή μου, δίπλα σου βλέπω την αναπνοή και ακούω το
καρδιοχτύπι όλων των πραγμάτων.
Ζωή μου, δίπλα σου είναι η μέρα του ήλιου του μεσονυκτίου.
Μακριά σου είναι η νύχτα του βορινού χειμώνα.

Φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου με την γυναίκα στο κανόνι της Υδρας. Φωτογραφία από το βιβλίο «Φωτοφράκτης. Οι φωτογραφίες του Ανδρέα Εμπειρίκου» (εκδόσεις Άγρα).