του Αντώνη Θ. Παπαδόπουλου

Κατά την εποχή του «κλασικισμού» στην μουσική, (1720 – 1800), οι συνθέτες δεν είχαν πάντα την πολυτέλεια να συνθέτουν, να προβάρουν και να παρουσιάζουν τα έργα τους σε μεγαλοπρεπείς αίθουσες ή καθεδρικούς ναούς. Έτσι λοιπόν, αρκέστηκαν σε σπίτια, σε κάποιο δωμάτιο ή σαλόνι με την υποστήριξη λίγων οργάνων, ώστε να γίνει εφικτή η ανάπτυξη μελωδιών και μουσικών έργων. Αυτό καθιερώθηκε και ονομάστηκε μουσική δωματίου.
Άρα λοιπόν η μουσική δωματίου αποτέλεσε ανάγκη και όχι φετίχ για τους μαέστρους της εποχής. Αργότερα βέβαια, κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου και λίγο αργότερα, η μουσική αυτή υιοθετήθηκε από την ελίτ και την μπουρζουαζία της εποχής, όπου η υψηλή κοινωνία δεν ήτο δυνατόν να προσφέρει το απογευματινό τσάι χωρίς την μουσική υπόκρουση κάποιου κουαρτέτου.
Το όλο σκηνικό, τουαλέτες, κρύσταλλα, ακριβές πορσελάνες, βουτήματα, υπηρέτες δεν έδενε καθόλου με την φιλοσοφία των συνθέσεων αυτών. Και ουσιαστικά ανάθεμα και αν ξέρανε τι είναι αυτό που ακούγεται ή ποιος το έγραψε ή ακόμα περισσότερο τι εκφράζεται μέσα από τους μουσικούς φθόγγους. Απλά ήταν πάρα πολύ must.
Η μουσική δωματίου απαρτίζεται από δύο έως εννέα όργανα. Κατά την πλειονότητα έγχορδα. Τα βασικά όργανα είναι το βιολί, η βιόλα, το βιολοντσέλο, το πιάνο και σπανιότερα φλάουτο ή κλαρινέτο. Το χαρακτηριστικό αυτής της μουσικής είναι ότι κάθε όργανο παίζει τον δικό του ρόλο και ίσως και τον δικό του μουσικό δρόμο που προσομοιάζει τραγουδιστικό κομμάτι. Όλη η σύνθεση είναι συνεχείς ¨ερωτήσεις – απαντήσεις¨ μεταξύ των εγχόρδων αποφεύγοντας τις ογκώδεις εκφάνσεις που συναντούμε στις συμφωνικές.
Η σύνδεση ρέει από το ένα βιολί στο άλλο ή από το πιάνο στο βιολοντσέλο ή από τις βιόλες στα βιολιά. Με αυτόν τον τρόπο η ηχητική δημιουργεί μια εναλλαγή που πολλά χρόνια αργότερα ονομάστηκε στερεοφωνία. Ο χρωματισμός των μουσικών αυτών συνόλων είναι απλός με τόνους που κλείνουν από τμήμα σε τμήμα ομαλά, σε συμμετρικές μουσικές φράσεις, που κάθε νότα και κάθε όργανο ακούγετε ξεκάθαρα και με σαφήνεια.
Σχεδόν όλοι οι μεγάλοι κλασικοί έγραψαν μουσική δωματίου, αλλά πρωτοπόρος του είδους, θεωρείτε από τους ειδικούς, ο Αυστριακός Γιόζεφ Χάυντεν. Στις πρώτες του συνθέσεις την πρωτοκαθεδρία την είχε το βιολί και τα άλλα έγχορδα ακλουθούσαν σε δευτερεύοντα συνοδευτικό ρόλο. Αργότερα όταν εμπλουτιστικέ πέραν του κουαρτέτου το σχήμα, συνθέτες όπως ο Βιβάλντι, ο Μπαχ, ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν και ο Παγκανίνι έδωσαν σε κάθε όργανο ρόλο σαφή και συγκεκριμένο, κάνοντας την μουσική δωματίου από μια πρόβα σε κάποιο σπίτι, ολοκληρωμένη σύνθεση ολιγάριθμων οργάνων.
Ένα χαρακτηριστικό έργο μουσικής δωματίου, είναι η «η μικρή νυχτερινή μουσική» του Μότσαρτ. Είναι εξαιρετικά δημοφιλής διότι παίζει σχεδόν πάντα στο Μουσείο Μότσαρτ στο Ζάλτσμπουργκ της Αυστρίας, αλλά είναι και το αγαπημένο κομμάτι της ορχήστρας, στην πλατεία του Αγίου Πέτρο, στο περίφημο Caffè Florian της Βενετίας.
Πρέπει να δίνουμε στην μουσική την πραγματική διάσταση την οποία εκφράζει. Η μουσική γεννιέται από ανάγκη δημιουργίας και έκφρασης και όχι για να υιοθετήσει ή να υιοθετηθεί από κάστες ή μέντορες. Με μια εξαίρεση ίσως τον Βάγκνερ.
Δίχως την μουσική η ζωή θα ήταν σίγουρα λάθος…