Οι πόρνες της Θεσσαλονίκης … Νο 2 – Νοερό ταξίδι στη Ραβέννα
της Βιτάλια Ζίμμερ
Είναι χειμώνας του 2018. Βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη επειδή έτσι θέλω. Η Θεσσαλονίκη είναι πιο ζωντανή το χειμώνα. Η φοιτητούπολη είναι σε διαρκή κίνηση. Η νιότη ξεχειλίζει στις πλατείες. Χαίρομαι να απολαμβάνω τον καφέ μου και τη γευστική μπουγάτσα στην Αριστοτέλους. Είναι μία απόδραση. Μικροί μεγάλοι είναι όλοι σαν έφηβοι. Ακόμα και τα γεροντάκια που φοράνε τα καλά τους είναι χάρμα. Τους βλέπεις, με το βλοσυρό τους ύφος, θα πάρουν τον καφέ τους και θα διαβάσουν την εφημερίδα. Παραδίπλα, ο φοιτητής με τη φοιτήτρια γλυκοκοιτάζονται, φιλιούνται στα πεταχτά, χαϊδεύονται. Το χαμόγελο είναι διάπλατο. Προτιμώ να πίνω καφέ στην Αριστοτέλους παρά στο βαρύ Cafe de Paris απέναντι από το Καζίνο του Μονακό. Έχει κι αυτό μία χάρη αλλά η αυθεντικότητα της Αριστοτέλους είναι μοναδική. Αν δεις την Αριστοτέλους από ψηλά, θα δεις τους ανθρώπους να κινούνται σαν τα μυρμήγκια γύρω από τη φωλιά. Διαρκώς σε κίνηση.
Σημείο διαμονής, το ξενοδοχείο ΜΕΤ στη Δυτική πλευρά της πόλης. Είναι κοντά στο Μύλο. Βρίσκομαι με το αυτοκίνητό μου. Ένα μπλε θηρίο με μαύρα τζάμια. Σταθμεύω, δίνω το κλειδί και μετά μου το φέρνουν στο δωμάτιο. Βγαίνω στο μπαλκονάκι να δω λίγο το λιμάνι. Ότι φαίνεται δηλαδή, γιατί μένω στο πλάι επειδή δεν αντέχω το θόρυβο. Απέναντι ακριβώς είναι ένας οίκος ανοχής, ή καλύτερα μπορντέλο. Προτιμώ το δεύτερο όρο. Είναι πιο έντεχνος. Τα μπορντέλα είχαν πίνακες ζωγραφικής, βάζα με λουλούδια, ρουστίκ καρέκλες και τα κορίτσια ήταν ντυμένα κι όχι ημίγυμνα με χυδαίο στυλ. Κάθομαι και παρατηρώ. Έχει κίνηση. Μπαίνουν βγαίνουν, μπαίνουν βγαίνουν. Σε 15 λεπτά είναι όλοι έτοιμοι. Θα πάω κι εγώ. Τα μπορντέλα ήταν στο μενού της εργασίας μου. Είναι πηγή δείκτη διασποράς μεταδιδόμενων ασθενειών. Έχω επισκεφθεί πολλούς οίκους ανοχής στον κόσμο. Εκεί συμβαίνουν διάφορα ευτράπελα αλλά είμαι συνηθισμένη.
Την άλλη μέρα το πρωί επισκέπτομαι το μπορντέλο. Έχω την εσφαλμένη εντύπωση, ότι το πρωί η επισκεψιμότητα είναι μικρή και ότι θα μπορέσω να μιλήσω με τα κορίτσια. Μπαίνω μέσα φορώντας τα ρούχα εργασίας. Φούστα μίντι, άσπρο πουκάμισο, σακάκι και φουλάρι. Στο χέρι η τσάντα όπως πάντα. Επικρατεί μία αναστάτωση γιατί νομίζουν ότι είμαι κρατικός υπάλληλος. Από την άλλη όμως είμαι μόνη μου. Συνήθως πάει κλιμάκιο. Η ξενική προφορά αρχίζει να προβληματίζει. Τους εξηγώ ποια είμαι και τι ακριβώς κάνω και αρχίζουν να μου δίνουν κάποια στοιχεία επισκεψιμότητας, με επιφύλαξη. Στη συνέχεια ενημερώνω για τους κινδύνους της εργασίας τους, για τις εξάρσεις της περιόδου εκείνης και μια ευχή να βρουν κάτι καλύτερο. Με κάλεσαν για φαγητό το βράδυ σε γνωστό μεζεδοπωλείο της πόλης.
Μπαίνει πελάτης. Εξηντάρης καλοντυμένος με βέρα στο χέρι. Έφυγε από την εργασία του μάλλον για κάτι γρήγορο. Φαίνεται να ξέρει να κινείται στο χώρο. Θα κάτσει στην αίθουσα αναμονής, θα πει καλημέρες. Έρχονται τα κορίτσια να διαλέξει. Σηκώνει το δεξί του χέρι και δείχνει διστακτικά με τον μισοτεντωμένο δείκτη εμένα. Είμαι η μόνη ντυμένη και διαλέγει εμένα. Οι υπόλοιπες ξεσπούν σε γέλια. Είναι αδύνατον να κάνουν σεξ μετά από τόσα γέλια. Ο εξηντάρης έχει αρχίσει να νιώθει αμήχανα. Εγώ μένω σοβαρή και τον κοιτάζω με αυστηρό ύφος. Είμαστε οι μόνοι που δεν γελάμε. Του εξηγεί μία από τα κορίτσια, ότι δεν είμαι μία από αυτές. Αυτός, στην αρχίζει ανεβάζει την τιμή χωρίς επιτυχία και μετά αρχίζει να βρίζει. Σηκώνεται όρθιος απειλητικά. Ορμούν πάνω του και τον αναγκάζουν με σπρωξιές να κάτσει ξανά στην καρέκλα. Σηκώνομαι όρθια και του λέω “Verdammtes arschloch. Ich werde dich gnadenlos schlagen…”. Δεν κατάλαβε τίποτα. Μόνο το ύφος μου ήταν αρκετό. Έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Τα κορίτσια έχουν ψυχή. Κάνουν μία κατακριτέα από όλους εργασία, ή μάλλον λειτούργημα και επέδειξαν ύψιστη ηθική για την τιμή μου. Πλέον, οφείλω στα κορίτσια.
Στις 8 το βράδυ θα βρεθούμε στο μεζεδοπωλείο, κοντά στα λαδάδικα. Θα κάτσουμε μέσα γιατί κάνει κρύο. Έξω έχει σόμπες αλλά δεν είναι αρκετές. Το κρύο και βροχή σε αναγκάζουν να απορρίψεις αυτήν την εκδοχή. Είμαστε σε ένα μακρύ τραπέζι 12 γυναίκες. Όλες ντυμένες, βαμμένες σαν γνήσιες Θεσσαλονικιές. Μία κατάσταση μπαρόκ. Η συζήτηση είναι χαλαρή μέχρι που γίνεται η κλασική ερώτηση. “Πώς βγήκε το όνομα Βιτάλια; Δεν το έχω ξανακούσει…” με ρώτησε η μικρότερη. “Είναι κράση των ονομάτων των γιαγιάδων μου. Εβίτα και Αλία”. Η κοπέλα ξαφνιάστηκε. “Ξέρεις το έψαξα και δυσκολεύτηκα πολύ. Υπάρχει το όνομα σου. Είναι ο Ορθόδοξος Άγιος Βιτάλιος της Ραβέννας. Ξόδεψε όλη του την περιουσία για πόρνες. Τους έδινε όλα του τα χρήματα για να σταματήσουν την πορνεία και να κάνουν μία κανονική ζωή”. Πρώτη φορά πιάστηκα αδιάβαστη. Έχω ψάξει τα πάντα εκτός από το όνομά μου. Νιώθω υπέροχα. Η ρήση μου, “μην πιστεύεις ότι βλέπεις” βγαίνει αληθινή. Μία πόρνη έχει τη θέληση να εμβαθύνει τη γνώση της και επίσης, έχει ενσυναίσθηση. Και συνεχίζει, “Αποφασίσαμε να σου κάνουμε ένα δώρο. Με πολύ κόπο βρήκαμε τη μία και μοναδική εικόνα του Αγίου Βιταλίου που υπάρχει στα καταστήματα της Θεσσαλονίκης.”
Συνεχίζεται….
