ΓΚΙΑΚ (ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ) του Δημοσθένη Παπαμάρκου – (απόσπασμα)
Ντο τ’ α πρες κοτσσίδετε (Θα σου κόψω τις κοτσίδες)
[…]
Μια και δυο αρχινάμε πάλι και παίρνουμε το μονοπάτι πίσω απ’ τον Αϊ-Λια με το σκυλί αφημένο να πάει μπροστά σ’ όλο το δρόμο και μεις να κοιτάμε σ’ ότι κρυψώνα είχε το μέρος. Με το που φτάνουμε στη δικέλλα που στρίβει μια για το χωριό μια για το μοναστήρι, ακούμε που πίσω απ’ τη ράχη έρχονται φωνές. Αρχινάει να γαβγίζει το σκυλί, αρχινάω να τρέχω κι εγώ προς το μέρος, και με το που βγαίνω απάν’ βλέπω τον πατέρα μ’ και τον άλλον τον θειο μ’ που κάθουνται σκυμμένοι, μισοκρυμμένοι πίσω από ένα σκίνο. Τρέχω, κι εκεί που τοιμάζομαι να τους τροκιμήξω που χασομεράνε, βλέπω τη Σύρμω. Ξαπλωμένη τ’ανάσκελο κι είχε το πρόσωπο στα αίματα. Είχε βγάλει ο πατέρα μ’ το σακάκι του και το ‘χε ρίξει πάνω στο κορμί της, κι ο θειος μ’ παραδίπλα κράταε στα χέρια του τις δυο κοτσίδες της, κομμένες, να κρέμουνται σαν ψόφιες δραγκολιές. Τρέχα στο χωριό, μου λέει ο θειος μ’, και σύρε φέρε τ’ άλογο και μια βελέντζα, και πες και του γιατρού να ‘ρθει κοντά. Μια που μου το ‘πανε και μια που βάζω τα πόδια στην πλάτη και κάνω το δρόμο με μιαν ανάσα. Όσο να ξαναγυρίσω είχανε μαζευτεί κι όλοι οι άλλοι κι άκουγα τα κλάματα της μάνας μ’ απ’ τα μακριά μαζί με τα ουρλιαχτά απ’ τα σκυλιά. Κατεβαίνω απ’ τ’ άλογο και τους κάνω όλους πέρα να περάσει ο γιατρός και μαζί του πέφτω κι εγώ δίπλα στη Σύρμω και κοιτάω που αρχινάει να την πασπατεύει και να την ψάχει. Κι έλεγα από μέσα μ’, κάνει να ζει και να γίνει καλά, Παναγία μ’, και σ’ το τάζω να γίνω καλόγερος. Μόνο να ‘ναι καλά η Σύρμω. Δεν της ήταν γραφτό όμως. Λέει ο γιατρός, το κοριτσ’ ίσα π’ ανασαίνει. Το κεφάλι και τα μέσα της ειν’ όλα μαντάρα. Ειν’ άσκημα πολύ κι ούτ μόνη της θα γιάνει ούτε γω μπορώ να κάνω άλλο τίποτα. Είναι θαύμα που τη βρήκατε ζωντανή, αλλά και να τη σηκώσετε μέχρι το χωριό δε θα ζήσει. Άμα θέτε να της κάνω μια ένεση να μην πονάει, αλλά αφήκετέ τηνα δω, να μην τυραννιστεί άλλο.
[…] Δεν μπόραγα να της πω κουβέντα, μόνο είχα βαλθεί να της δροσίζω το πρόσωπο με το μαντήλι, κι όταν άρχισε να σπαρταράει απ’ την κάψα κι απ’ τον πόνο, τη φίλησα και είπα από μέσα μ’, άι μανα μ’ , άι καρδούλα μ’ , μην κάνεις άλλο κουράγιο. Φεύγα να ξεκουράζεσαι κι εσύ. […]
[..] Στα δυο χρόνια ανάμεσο που πέθανε η αδερφή μ’ και που πήρανε τη σειρά μ’ για τη Μικρασία ο νους μ’ δεν ησύχαζε. Πάγαινα στα χωράφια, στις ελιές, στα πρόβατα, στο καφενείο, στην εκκλησία κι όλο παραφύλαγα και κοίταγα γύρω γύρω να δω κάνα χούι παράξενομ ν’ ακούσω καμιά κουβέντα κρυφή, μπας και μάθω ποιος είν’ ο φονιάς. Μου ‘χανε πει τ’ αδέρφια μ’ ότι ήτανε ξένος, ότι χωριανός δε θα ‘κανε τέτοιο κακό. Να τ’ αφήσω αυτό το σαράκι, γιατί μονάχα εμένα θα ‘τρωγε στο τέλος. Μα γω το ‘ξερα πως ήτανε δικός μας. Κει που τη βρήκαμε δεν περνάει δρόμος γι’ αλλού, κατάλαβες; Το μέρος είναι χωσιά, δεν είναι για διαβάτες. Πρέπει να θες να πας να πέσεις εκεί. Κι αυτός που το ‘χε κάνει ήξερε, για τ’ αυτό την είχε κρύψει εκεί κιόλας. Μη σε ζαλίζω, δεν έχει σημασία. Τότες άκρη δε βρήκα. Κι έπειτα έφυγα. […]
Στη Μικρασία στην αρχή ήμανε στα μετόπιστεν. [..] Είχα ιδεί που λές πολλά, τόσα που έτσ’ και δει ο άθρωπος κρυώνει και πια άλλο δε θωρεί, αλλά μια μέρα εγώ και δυο άλλοι είχαμε μπει σ’ ένα σπίτι, δήθεν να ψάξουμε για όπλα, και βρίσκουμε μέσα μόνο δυο γυναίκες. Η μια γριά, η άλλη νέα. Μάνα και κόρη. [..] Εκεί λοιπόν που ‘χω βγει με τον έναν κι είμαστε στον αχερώνα και σκοτώνουμε τα ζα, ακούω ουρλιαχτά απ’ το σπίτι. Σημασία εμείς. Ξανά και ξανά. Με πολλά τελειώνουμε τι έχουμε να κάνουμε, κι όπως γυρνάμε βλέπω τον τρίτο να βγαίνει απ’το σπίτι. Τι γίνηκε, ρε; του λέω. Μου χαμογελάει και λέει, πάγαινε γυρεύοντας η πουτάνα, αλλά την κανόνισα καλά. Καλά της έκανες, του λέω, αλλά κείνη την ώρα το μάτι μ’ πέφτει στα χέρια του. Στο ‘ να κράταε ένα μαχαίρι και στο άλλο δυο κοτσίδες κομμένες. […]. Με κάψαν τα κρεμμύδια. Λέω μέσα μ’, ιδέα μ’ θα ‘ναι. Τυχαίνει καμιά φορά και κανά παράξενο.
[…]
Χρόνια, Αντώνη, περίμενα τη στιγμή που θα ‘βρισκα αυτόν που ‘χε κάνει το κακό στην αδερφή μ’. Χρόνια ολάκερα κουβάλαγα αυτή την έγνοια σαν κάρβουνο κατάσαρκα στον κόρφο μ’. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Τον ρίχνω ανάσκελα και πιάνω και του σπάω τα δόντια ένα ένα. Και σε κάθε δόντι τον ρώταγα, πες μου, ρε, πες μου τι της έκανες. Έκλιαιε ο πούστης σαν κοριτσ’ και να σου κι άλλα ψέματα, ωσότου είδε που δεν είχα σκοπό να τον αφήσω και μου λέει, τη σκότωσα. Άσε με να χαρείς και εγώ θα σου πληρώσω το μισό αίμα που σου πήρα στο ακέριο, άμα γυρίσου πίσω. Του λέω τότες, η Σύρμω δεν είναι μισό αίμα. Νιε μαμ Νιε μοτρ. Νιε γκιακ. (Ένα Μάνα. Ένα αδερφή. Ένα αίμα). Άσε με, μου λέει κι ορκίζομαι να σ’ το πληρώσω για ένα. Τα λεφτά χαλούνε στα χέρια, τα σπίτια γίνονται χώμα, του είπα, πο γκιάκου, γκιάκου βέτετ νιε βίτρα. (Αλλά το αίμα, το αίμα μένει για πάντα.) […]. Μπίτου νανί ι γκια, του ‘πα, κουρ το γκόρδες, το τε χώσ’ νι κοπρέ. (Πνίξου τώρα στο αίμα κι όταν ψοφήσεις θα σε θάψω κει δα στην κοπριά.)
Copyright 2014 ~ Δημοσθένης Παπαμάρκος και Αντίποδες

Τι υπέροχο βιβλίο! Πόσο αυθεντική γραφή!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!